Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Η Ελισάβετ της Ζακύνθου


Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου ήταν η πρώτη ελληνίδα συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1801 και πέθανε το 1832 μετά τη γέννηση του γιου της. Το γνωστότερο έργο της είναι η Αυτοβιογραφία της, ενώ από τα υπόλοιπα έργα της (θεατρικά έργα και ποιήματα) έχουν σωθεί ελάχιστα. Έγραψε πάνω από 15 θεατρικά έργα, στην ελληνική και την ιταλική γλώσσα, μετέφρασε αρχαία κείμενα και συνέθεσε κάποια ποιήματα. 
Η Αυτοβιογραφία της εκδόθηκε από τον γιο της Ελισαβέτιο το 1881 με κάποιες περικοπές, σε έναν τόμο μαζί με δικά του ποιήματα. Η αξία του έργου έγκειται κυρίως στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται. Από τα άλλα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα, μία κωμωδία με τίτλο Φιλάργυρος, κάποια ιταλικά κείμενα, 20 επιστολές, ο πρόλογος μιας πραγματείας «Περί Οικονομίας», τα ποιήματα Ωδή εις το πάθος του Ιησού Χριστού και Εις την Θεοτόκον και αποσπάσματα μεταφράσεων από τον Προμηθέα Δεσμώτη, την Οδύσσεια και τις Ικέτιδες.

"Ένιωθα πάντα κάτι σαν υποχρέωση απέναντι σ' αυτή τη λησμονημένη γυναίκα, να την ξαναθυμίσω στο Ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Μου έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου που ήθελε να μιλήσει και του βουλώνανε το στόμα. Όσο ζούσε, λαχταρούσε να ιδεί τα όσα έγραφε τυπωμένα. Μα πέθανε στα 31 της χρόνια, δίχως να ιδεί το όνειρό της να πραγματοποιείται. Και τα χειρόγραφά της καταχωνιάστηκαν ύστερα από το θάνατό της πενήντα ολόκληρα χρόνια. Στα 1881 ο γιος της, ο ποιητής Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος δημοσίεψε την αυτοβιογραφία της μόνο. Μα κι αυτή κουτσουρεμένη. Ήτανε τέτοια η εποχή, που κανένας δεν την πρόσεξε. Κι η Ελισάβετ ξανάπεσε στη λησμονιά. Πέρασαν άλλα 66 χρόνια. Το 1947 ο Ζακυνθινός λόγιος Ντίκος Κονόμος έγραψε στο περιοδικό του "Επτανησιακά Φύλλα", πως βρήκε τα χειρόγραφά της κι έδινε την υπόσχεση "στο Θεό και στη μνήμη της Ελισάβετ" όπως έλεγε, πως θα τα δημοσιέψει. Μα ήρθαν οι σεισμοί κι η πυρκαγιά του 1953 κι η Ζάκυνθος έγινε στάχτη. Έγιναν στάχτη και τα χειρόγραφα της Μαρτινέγκου, κάπου 30 κομμάτια, που τα φύλαγε ο Κονόμος στο σπίτι του... Αποφάσισα να δανειστώ τα χρήματα που χρειαζόντανε και να εκδώσω μόνος μου το βιβλίο αυτό. Δεν αποβλέπω σε κέρδος...".

Απόσπασμα από την εισαγωγή του Κ.Πορφύρη στην έκδοση της "Αυτοβιογραφίας" που επιμελήθηκε ο ίδιος, το 1956 (εκδόσεις Διγενής)


Η ΑΥΤΟBIOΓΡΑΦΟΥΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ 

της Ελένης Καρασαβίδου

Η Ελισάβετ Μουτζάν, γόνος δύο από τις ιστορικότερες ζακυνθινές οικογένειες (των γραμμένων στο “Libro d’oro” –“τη Χρυσή Βίβλο” των ευγενών του νησιού- από το 1633, ενετικής προελεύσεως Μουτζάν, ή Μουτσά, από την πλευρά του πατέρα της, και των Σιγούρων, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική και πνευματική ιστορία του νησιού, από την πλευρά της μητέρας της) γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1801 και πέθανε το Νοέμβριο του 1832. Δεκάξι μέρες μετά τη γέννηση του πρώτου και τελευταίου της παιδιού. 
 

Παρόλ’ αυτά, σε τούτη την τόσο σύντομη ζωή των τριάντα ενός της χρόνων, πρόλαβε να μας κληροδοτήσει βιώματα και στοιχεία της προσωπικότητάς της που της αποδίδουν δικαιωματικά το χαρακτηρισμό του τραγικού προσώπου. Ίσως, γιατί, όπως ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, στην εισαγωγή του βιβλίου του “Ε. Μουτζάν - Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία”, σημειώνει: «Η ιστορία της αθώας και επιμελούς Μπέτας που αποστήθιζε το ‘αμαθήτευτον μάθημα’, της ευφάνταστης και διψασμένης για γράμματα Ελίζας που συγκροτούσε με κόπο την ‘γραμματισμένη ζωή της’, και της υπάκουα εξεγερμένης Ελισάβετ που είχε αφιερωθεί με πάθος -ή με μανία- στο γράψιμο, είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης γυναίκας της αστικής τάξης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Αλλά παράλληλα είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης οδηγημένης έως τα όριά της, επειδή από το ένα μέρος η πρωταγωνίστρια (ή η μάρτυς) έτυχε να έχει πλήρη συνείδηση της μοίρας της και από το άλλο μέρος αποφάσισε να αντιμετωπίσει τη μοίρα αυτή.»

Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου γεννήθηκε σε μια εποχή όπου στην Ευρώπη ορθωνόταν πανίσχυρο το ανδροκρατικό πρότυπο και η ανθρώπινη εταιρία του Διαφωτισμού σταματούσε εκεί που άρχιζαν «τα μακριά φορέματα της γυναικείας σκλαβείας».

Η νεαρή Ζακυνθινιά, σύντομα και βαθιά, θα συγκρουστεί με όλες αυτές τις έννοιες και θα αναδείξει το μικρό της δωμάτιο σε φλάμπουρο αντίστασης. Είναι, στην πραγματικότητα, μια αθόρυβη πορεία. Ένα μυστικό, προσωπικό δράμα. Η ζωή περνάει από έξω με μεγάλες δρασκελιές. Η Ευρώπη αναμετράται με το παρελθόν και το μέλλον της. Τα Επτάνησα βράζουν. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του 1815, τα οριακά γεγονότα του Υψόλιθου και η Eπανάσταση του 1821 για εθνική αποκατάσταση και κοινωνική δικαιοσύνη, η φριχτή τρομοκρατία των Άγγλων, φαίνονται να περνούν αδιάφορα μπρος απ’ την κλειστή πόρτα. Οι αγέρηδες της εποχής βρίσκουν κλειστά παράθυρα. Αλλά και μια φλογισμένη πένα, που μέσα από τις γρίλιες τους θα φροντίσει να πιάσει όλο τον επαναστατικό αγέρα των αρχών του 19ου αιώνα, και να αποδώσει στο χαρτί τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να αναμετρηθεί με το «Θεό», με τη μοίρα του, και να τον «κερδίσει».

Πραγματικά αυτό που μας συγκινεί στην αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου δεν είναι τόσο η απαράμιλλη λογοτεχνική της αξία, η οποία θα ήταν εξάλλου τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, εξαιτίας των αντικειμενικών δυσκολιών που βάραιναν την πένα της σε κάθε της βήμα, αλλά το γεγονός ότι σε αυτή συναντάμε τη γραφή στην πιο πρωτογενή μορφή της, στην ίδια τη Σισύφεια κοινωνική αποστολή της, έτσι καθώς βοηθά τον άνθρωπο να βρει και να σκαλίσει το αληθινό του πρόσωπο και ν’ αρθρώσει την πιο μυστική του κραυγή, χρησιμοποιώντας την πένα του/της ως έμβολο ενάντια στη μοίρα του……

Κι είναι η Ελισάβετ που, παρόλα αυτά, θα παίρνει την πένα, σχεδόν κάθε βράδυ, και θ’ αγωνίζεται, φλεγόμενη, με τη βοήθεια αρχικά της μητέρας της και της γιαγιάς της κι αργότερα κάποιων κληρικών (από τους οποίους ξεχωρίζει ο προοδευτικός Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Θεοδόσιος Δημάδης) για κάτι που σήμερα θεωρείται αυτονόητο και είναι, ίσως γι’ αυτό, λιγότερο εκτιμητέο. Να μορφωθεί, να μάθει να σκέφτεται, ακριβώς για να μάθει να συμμετέχει.

«Ζηλωταί του βαρβαρικού ήθους της Πατρίδος μου μη συγχυσθήτε! Αλλά τι λέγω μη συγχυσθήτε, αλλοίμονον! Σείς εγινήκατε θηρία από τον θυμόν σας. Εγώ συγχωρώ εις τας κόρας πολλά γράμματα. Εγώ διορίζω εις αυτάς τας ίδιας την ελευθερίαν εις το να ευγαίνουν από το σπήτι, όθεν εγώ εις τα μάτια σας φαίνομαι εν τέρας της φύσεως, δεν με μέλλει. Το ήθος είναι βάρβαρον, τυραννικόν. Εγώ μισώ, βδελύττωμαι, ονειδίζω όλα τα βαρβαρικά, τα τυραννικά πράγματα, μήτε φοβούμαι εκείνους οπού τ’ αγαπούν και διαφεντεύουν... Ήθος τυραννικόν, ήθος βάρβαρο εσύ, ναι με καταδικάζεις αλλ’ εγώ εμπαίζω την καταδίκην σου, όχι, όχι, ο θεός δεν μου έδωσε καρδίαν αχρείαν, ούτε συ με τα κλεισίματα σου, με τα φυλακώματα σου ηδυνήθης ποτέ να μου την αχρειώσης, αυτή επιθυμεί πάντοτε τας μεγάλας επιχειρήσεις και είναι πάντοτε έτοιμη να τας αρχίση και να τας τελειώση».
 
 
Ένα σπάραγμα
 
γράφει ο Δ.Αρβανιτάκης
 
"Πότε, λοιπόν, και γιατί γράφει η Ελισάβετ την αυτοβιογραφία της; Νομίζω ότι την γράφει αφού τα μάτια της αντίκρισαν την ήττα, την γράφει υπό το βάρος τούτης ακριβώς της τελεσίδικης αποτυχίας: εκείνη η νύχτα στο λιμάνι της Ζακύνθου της απέδειξε ότι ο κόσμος ήταν αναπότρεπτα ανδρικός (σσ. Η Ε. Μουτζάν αποφάσισε να φύγει νύχτα και κρυφά από το σπίτι της για να πάρει μονάχη το καράβι που πήγαινε στη Βενετία. Όμως ο τρόμος του εγχειρήματος τη γύρισε πίσω). Εμείς γνωρίζουμε, βέβαια, ότι τα πράγματα άλλαξαν, αλλά για τον ιστορικό ελάχιστη σημασία έχει αυτό. Σημασία έχει εκείνο που γνωρίζουν, εκείνο που μπορούν να σκεφτούν οι ίδιοι οι άνθρωποι ως ιστορικά υποκείμενα μιας δεδομένης στιγμής: οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν το αύριό τους - και αυτό είναι η ιστορία. Οι κατώτερες κοινωνικές ομάδες, οι περιθωριακές λογικές, οι αντιρρητικοί λόγοι δεν είχαν φωνή στην ιστορία. Κατά κανόνα, την ίδια μοίρα είχαν και οι γυναίκες, μέχρι περίπου τον 19ο αιώνα. Καμιά φορά, όμως είμαστε τυχεροί και κάτι από τη σιωπή τους, ένα σπάραγμα, φτάνει ως εμάς. Αυτός είναι ο λόγος της Ελισάβετ: μια απελπισμένη κραυγή, που πνίγηκε την ώρα ακριβώς του ονείρου.
Η επιστροφή στη "φυλακή" του πατρικού σπιτιού, η προοπτική του εφ' όρου ζωής "τάφου" της συζυγικής ζωής, κόβει κάθε σχέδιο της Ελισάβετ. Και αυτό η ίδια το γνωρίζει. Αποδεχόμενη την ήττα της, και αφού ναυαγήσουν κάποιες ελάχιστες ακόμη ελπίδες (απομόνωση στο σπίτι της οικογένειας στην ύπαιθρο, μοναστήρι στη Βενετία), γράφει, ας μου επιτραπεί η έκφραση, τον "επικήδειό της, τον επιτάφιο της μέχρι τότε ζωής της. Είναι ένα κείμενο όλο εν βρασμώ, ένα κείμενο που περιγράφει ένα και μόνο ζήτημα: τη δίψα της γνώσης και τα εμπόδια που συναντούσε...
Ποιος γράφει, λοιπόν, αυτοβιογραφία στα τριάντα του χρόνια;... Τι θέλει, άραγε, να μας πει η Ελισάβετ;
...Η Ελισάβετ, αποφασίζει να εξιστορήσει εν θερμώ αυτό που υπήρξε η αγωνία και ο αγώνας της: για να μην ξεχάσει... Νομίζω, επειδή αισθανόταν ότι σ' εκείνη τη στιγμή τελείωνε η δική της επιλογή ζωής, ο αγώνας της για τα "γράμματα", καθώς υποτασσόταν νικημένη πλέον σε αυτό που μισούσε: στην προοπτική του ευνουχιστικού γάμου...".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου