Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Της θάλασσας


  

Ο ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1859 σ' ένα αρχοντικό της Πλάκας. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου. Ήταν γιος του Χρήστου Δροσίνη, που εργαζόταν ως ανώτατος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και της Αμαλίας Πετροκόκκινου, της οποίας η οικογένεια είχε κατεβεί στην Αθήνα με τον Καποδίστρια. Η οικογένεια του Δροσίνη, εκτός από εύπορη ήταν και γνωστή για τη συνεισφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Παππούς του ήταν ο Γιώργης Καραγιώργης, που σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826, ενώ ο προπάππος του ήταν ο Καπετάν-Αναστάσης Δροσίνης, γνωστός και ως ο Πρωτοκλέφτης των Αγράφων.Χάρη στη φιλομάθειά του, αλλά και στις οικονομικές δυνατότητες που είχαν οι γονείς του, σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια Ιστορίας της Τέχνης στη Λειψία, στη Δρέσδη και στο Βερολίνο.

Από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Εστία, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο ίδρυσε και διηύθυνε τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη, καθώς και το ετήσιο Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα  ίδρυσαν το Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, που εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε, επίσης, στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών, της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας.

Από το 1914 ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης Δημοτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας και στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Το 1924, υπό τη διεύθυνσή του, οργανώθηκε το Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών. Έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926, διατέλεσε ο πρώτος Γραμματέας των Δημοσιευμάτων του Ιδρύματος (1926-1928) και τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών.

Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στα περιοδικά Ραμπαγάς και Μη Χάνεσαι. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Ιστοί Αράχνης, η σταδιοδρομία του, όμως, ως νέου ποιητή άρχισε το 1884 με τη συλλογή Ειδύλλια.


Ποιητής της νέας αθηναϊκής σχολής -όπως και ο Κωστής Παλαμάς, με τον οποίο υπήρξε στενός φίλος- χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα από τις πρώτες του δημιουργίες και άντλησε στοιχεία από τα δημοτικά τραγούδια και τη λαϊκή παράδοση. Ως πεζογράφος, χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, για να στραφεί κι εκεί αργότερα στη δημοτική, με το διήγημά του Το βοτάνι της αγάπης (1901).

 Το 1918 αγόρασε μαζί με τον αδελφό του το σπίτι του θείου τους στην Κηφισιά και από το 1939 έμενε μόνιμα στο οίκημα αυτό που είχε μετονομασθεί σε έπαυλη Αμαρυλλίδα. Έζησε εκεί τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μέχρι το τέλος της ζωής του την 3 Ιανουαρίου 1951. Το σπίτι αυτό έχει αναπαλαιωθεί, είναι σήμερα ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς και στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη από το 1991 και το Μουσείο Δροσίνη από το 1997. Στο μουσείο αυτό υπάρχει μέσα ολόκληρο το έργο του Δροσίνη.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γεώργιος Δροσίνης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων της " Ακαδημίας Αθηνών", ενώ το 1947 προτάθηκε από το Ελληνικό Κράτος για το βραβείο Νόμπελ, σε αναγνώριση της αξίας του έργου του, το οποίο τελικά απoνεμήθηκε στο Γάλλο λογοτέχνη Αντρέ Ζιντ (André Gide).

Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1951, στην Κηφισιά.

 

"Αμαρυλλίς", το μουσείο Δροσίνη στην Κηφισιά

Μελοποιημένα ποιήματα του Γεωργίου Δροσίνη

 

"Τι λοιπόν"


   

"Τι θέλω"

  

"Εσπερινός"



Της Θάλασσας


  

"Θαλασσογραφία" του Διονύση Σαββόπουλου

 

"Θάλασσα πλατιά" του Μάνου Χατζιδάκι

 


Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Το ταξίδι του Οδυσσέα

Ο παραμυθάς της αρχαιότητας

Αρχείο:Jean Auguste Dominique Ingres, Apotheosis of Homer, 1827.jpg 

Jean Auguste Dominique Ingres, Apotheosis of Homer, 1827. Στα πόδια του η Οδύσσεια και η Ιλιάδα 

 

Όμηρος, ο παραμυθάς της αρχαιότητας, τα δυο παραμύθια του, Οδύσσεια και Ιλιάδα, με αυτά μεγάλωναν τα παιδιά τότε, με αυτά συνεχίζουν να μεγαλώνουν και τα παιδιά σήμερα. Ένας πόλεμος και μια επιστροφή στην πατρίδα. Η άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, τους Έλληνες, και οι περιπέτειες εκείνου που κατόρθωσε την άλωση, του Οδυσσέα. Η ύβρις, δηλαδή η αλαζονεία, η τίσις που σημαίνει τιμωρία και η νέμεσις, δηλαδή η δικαιοσύνη. Ο Οδυσσέας ξεπερνά τα όρια και τιμωρείται. Δοκιμάζεται έως ότου, ταπεινωμένος, κερδίσει το νόστο, δηλαδή την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Όμηρος μιλά για όλα, για τη δοκιμασία της ζωής, το ταξίδι, την αγάπη, το θάνατο, τον πόνο, την αγωνία, τους Θεούς και τους ανθρώπους. Κανείς δε μίλησε για όλα αυτά, όπως εκείνος. Πάνω στα δικά του χνάρια, πορεύονται όλοι οι υπόλοιποι, ποιητές και πεζογράφοι. Ζωγράφοι και γλύπτες εμπνεύστηκαν από το έργο του. Μέχρι τα δικά μας χρόνια. Πολλοί τόποι διεκδικούν την καταγωγή του. Όμως ένας κορυφαίος ποιητής, όπως ήταν αυτός, ένας ακρογωνιαίος λίθος του λόγου, δεν ανήκει στον τόπο όπου γεννήθηκε, παρά σε ολόκληρο τον κόσμο και σε όλους τους αιώνες, τους σύγχρονούς του και προπάντων τους μεταγενέστερους.

 

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/e/eb/Apotheosis_of_homer.jpg

Η Αποθέωση του Ομήρου

Μαρμάρινο ανάγλυφο του Αρχίλαου της Πριήνης, 3ος αιώνας π.Χ. Βρίσκεται πλέον στο Βρετανικό Μουσείο

 

Αρχείο:Homere.jpg 
 

Φανταστική προτομή του Ομήρου, ρωμαϊκό αντίγραφο (2ος αιώνας μ.Χ.) του αυθεντικού ελληνικού (2ος αιώνας π.Χ.), Μουσείο του Λούβρου  


Αρχείο:Rembrandt Harmensz. van Rijn 061.jpg 

Όμηρος, 1663. Έργο του Ρέμπραντ

 

Οι θεόσταλτες Μούσες και η Τέχνη, χάρισμα και δώρο των Θεών στους ανθρώπους

 

Musas.jpg 

Οι μούσες χορεύουν με τον Απόλλωνα

 

img_kalliope.jpg 

 

Calliope_Homère.jpg 

 

.jpg 

Ο ποιητής και η μούσα του, Νίκος Εγγονόπουλος