Το τραγούδι από την ομώνυμη ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη,
σε ελεύθερη απόδοση από τα Τσιγγάνικα.
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Τραγούδι: Κώστας Παυλίδης, Δώρα Μασκλαβάνου
Τσιγγάνο είναι ωραίο να σε λένε
Τσιγγάνος δεν είναι εύκολο να είσαι
Δεν ξέρω τι θα γίνω
Δεν ξέρω
Τσιγγάνος θα ήταν ωραίο να είμαι
Θα 'θελα πολύ να είμαι
Δεν ξέρω Τσιγγάνος τι είναι
Δεν ξέρω
Τσιγγάνικο παραμύθι
Ο Θεός δημιούργησε όλο τον κόσμο και τη έβδομη μέρα σκέφτηκε ότι είχε
τελειώσει το έργο του. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστεί.
Ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε παραλείψει να κάνει κάτι. Δεν είχε κάνει
τίποτε με την υπομονή και δεν ήξερε που να βρει το πιο κατάλληλο μέρος
για να τη βάλει. Ο Θεός άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει σχετικά μ' αυτό.
Πρώτα απ' όλα αποφάσισε να προικίσει το νερό μ' αυτό και το έκανε, αλλά
το νερό στέγνωσε. Τότε ο Θεός ήθελε να προικίσει το δέντρο με υπομονή
αλλά το δέντρο βάρυνε πολύ, τα κλαδιά του λύγισαν, έσπασαν και σάπισαν.
Έπειτα ο Θεός πήγε στο βράχο και είπε: "Βράχε! σου δίνω τη δύναμη της
υπομονής". Αλλά ο βράχος δεν άντεξε το βάρος και έσπασε και διαλύθηκε σε
πέτρες και άμμο.
Τελικά κατάλαβε ο Θεός ότι έπρεπε να δώσει την υπομονή στον άνθρωπο, ο οποίος ζούσε στο παράδεισο. Και έτσι έκανε, ο άνθρωπος βόγκηξε από απελπισία, αναστέναξε αλλά τελικά το ανέχτηκε. Από τότε οι άνθρωποι μπορούν να αντέχουν περισσότερο από το νερό, το δέντρο και τη πέτρα.
Τελικά κατάλαβε ο Θεός ότι έπρεπε να δώσει την υπομονή στον άνθρωπο, ο οποίος ζούσε στο παράδεισο. Και έτσι έκανε, ο άνθρωπος βόγκηξε από απελπισία, αναστέναξε αλλά τελικά το ανέχτηκε. Από τότε οι άνθρωποι μπορούν να αντέχουν περισσότερο από το νερό, το δέντρο και τη πέτρα.
«Όλα τούτα που θα σας πω, έγιναν πολύ,
πολύ παλιά. Ήταν ένας τσιγγάνος που ταξίδευε με την οικογένειά του. Το
άλογό του ήταν κοκαλιάρικο και δεν στεκόταν καλά στα πόδια του. Έτσι
λοιπόν, όσο μεγάλωνε η οικογένειά του τσιγγάνου, γινόταν όλο και πιο
δύσκολο να σέρνει τη βαριά καρότσα που γέμιζε με παιδιά. Τα παιδιά ήταν
τόσα πολλά και στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, που το κακόμοιρο το
άλογο προχωρούσε με μεγάλη δυσκολία και συνέχεια περπατούσε. Το κάρο
έγερνε με δύναμη μία από τ’ αριστερά μία από τα δεξιά, και τα μπακίρια
κι οι κατσαρόλες κατρακυλούσαν έξω κι όλο και κάποιο ξυπόλητο παιδάκι
έπεφτε κάτω. Την ημέρα τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα. Ο τσιγγάνος
έβλεπε κι έτσι σήκωνε τα κατσαρολικά και τα παιδάκια. Στο σκοτάδι όμως,
δεν μπορούσε να δει. Αλλά έτσι κι αλλιώς, ποιος μπορούσε να μετρήσει
μία τόσο μεγάλη φαμίλια; Το άλογο συνέχιζε να πηγαίνει κι ο τσιγγάνος
ταξίδευε σ’ όλη τη γη. Απ’ όπου κι αν περνούσε άφηνε κι ένα παιδί. Όλο
και περισσότερα μέχρι που στο τέλος γέμισε όλη η γη τσιγγάνους. Γι’ αυτό
και συναντάς τσιγγάνους όπου κι αν πας…».
από το βιβλίο "Τσιγγάνοι: ιστορία, δημογραφία, πολιτισμός", Κ. Κόμης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998