Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

"Μια αιωνιότητα και μια μέρα..."



Ο Αλέξανδρος, ένας μεσόκοπος συγγραφέας που ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" πάσχει από μία ανίατη ασθένεια και βαδίζει προς το θάνατο. Ο χρόνος που του απομένει ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λανθασμένες επιλογές. Μόνο η τυχαία συνάντηση με ένα "παιδί των φαναριών" αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει...

Η ταινία βραβεύτηκε με τον "Χρυσό Φοίνικα" του Φεστιβάλ των Κανών του 1998. Η διάκριση αυτή συνδέεται άμεσα με το γεγονός πως πρόκειται για τη λιγότερο ελληνική και περισσότερο πανανθρώπινη και οικουμενική ταινία του Αγγελόπουλου. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας γοητεύεται από το ανολοκλήρωτο έργο ενός ποιητή και αφιερώνεται σε αυτό στο τέλος της ζωής του, αναζητώντας τις λέξεις που θα το ολοκληρώσουν. Φτάνοντας όμως κοντά στη δική του "αργαδινή" ώρα, αντιλαμβάνεται πόσο "ξενίτης" υπήρξε σε όλη του τη ζωή και πόσο λίγο οι λέξεις μπορούν να καλύψουν το κενό που άφησε πίσω της μια ζωή στην "εξορία". Η ταινία αυτή αποτελεί μια μελέτη πάνω στο χρόνο και στην αδυναμία της ανθρώπινης συνείδησης να τον τιθασεύσει: "πόσο διαρκεί το αύριο", αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής. "Μια αιωνιότητα και μια μέρα", απαντά η αγαπημένη του Άννα.



και ο Διονύσιος Σολωμός στο ωραιότερο πλάνο της ταινίας: https://www.youtube.com/watch?v=3NNlMspCpMA


"Το ωραιότερο και πλέον δύσκολο πλάνο σεκάνς διάρκειας 4' 29'' της βραβευμένης με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες (1998) ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου ''Μια αιωνιότητα και μια μέρα'' (δ/ση φωτογραφίας Αντρέας Σινάνος). Μέσα σε ένα και μόνο πλάνο, ο μεσήλικας πρωταγωνιστής της ταινίας αφηγείται στο παιδάκι συμπρωταγωνιστή του, έναν λαϊκό θρύλο για το Διονύσιο Σολωμό στη Ζάκυνθο: επειδή ο Σολωμός δεν ήξερε καλά ελληνικά, συνήθιζε να ''αγοράζει'' λέξεις, πληρώνοντας τους Έλληνες για κάθε νέα λέξη που του έλεγαν.
Η κάμερα με τηλεφακό ανεβασμένη σε γερανό και ράγες μηχανισμού τράβελιν, ξεκινάει ένα ζουμ προς τα πίσω, καδράροντας την υποτιθέμενη θάλασσα και τους ψαράδες της Ζακύνθου από την πολεμίστρα ενός ερειπωμένου κάστρου την εποχή της Ελληνικής επανάστασης.
Όταν το ζουμ ολοκληρώνεται, η κάμερα ξεκινάει μια κίνηση προς τα πίσω, ώστε να καδράρει τον ποιητή ο οποίος κοιτάει την θάλασσα και στοχάζεται. Στη συνέχεια, σηκώνεται από τη θέση του και περπατάει.
Η κίνηση της κάμερας προς τα πίσω συνεχίζεται (φημολογείται ότι δεκάδες βοηθοί μάζευαν τις ράγες με τρομερή ταχύτητα, ενώ η κάμερα προχωρούσε ασταμάτητα προς τα πίσω αποκαλύπτοντας το χώρο μπροστά της). Ο ποιητής προχωρά ως τη μέση του χώρου που αναπαριστά την υπόδουλη διαλυμένη Ελλάδα, όπου συναντά μια χωρική που του πουλάει λέξεις για τα ποιήματα του.
Η κίνηση της κάμερας προς τα πίσω συνεχίζεται. Ο ποιητής παραμένει καθισμένος σημειώνοντας τις νέες λέξεις, ενώ ο πρωταγωνιστής της ταινίας, που αφηγείται την ιστορία, και ο μικρός του φίλος μπαίνουν μέσα στο κάδρο, ενώνοντας νοηματικά το παρελθόν με το παρόν, τη δεκαετία του 1990".

Από το βιβλίο του Γιάννη Σκοπετέα ''Η βιντεοκάμερα και η οπτικοακουστική καταγραφη''


Η σκηνή του γάμου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου