Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Μνήμη ΙΙ


από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:

18/11/1940

Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.

19/11/1940

Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).

20//11/1940

Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.

7/1/1941

Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;

19/1/1941

Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ

από τα Τετράδια Ημερολογίου του Γιώργου Θεοτοκά:

22 Νοεμβρίου 1941
Το θέαμα ανθρώπων που πέφτουν στο δρόμο από την πείνα έχει γίνει κάτι απλό, καθημερινό. Μερικοί στέκουνται, προσπαθούν να βοηθήσουν με κάτι φαγώσιμα ή με λίγα χρήματα, ξέροντας πόσο ασήμαντη είναι η βοήθειά τους. Οι περισσότεροι κάνουν πως δε βλέπουν. Με τι εκπληκτική ευκολία γίναμε αναίσθητοι!
Σε ορισμένες στιγμές νιώθω τόση ντροπή, σα να ήμουνα εγώ ο υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει.

4 Δεκεμβρίου 1941
Χειμώνας δυνατός και πρόωρος.
Η πείνα έχει απλώσει τη φοβερή σκιά της παντού.
Η Αθήνα γίνεται ένας τόπος φρίκης.
Στην οδό Κηφισίας, στην οδό Σταδίου, στην οδό Πανεπιστημίου άνθρωποι πέφτουν αναίσθητοι από την πείνα.
Το κάρο που κουβαλά τους πεθαμένους.

1943
Γενικά το πλήθος έδειξε συμπόνια και συμπάθεια στους Ιταλούς και προσπάθησε να τους βοηθήσεις, δίνοντάς τους ρούχα πολιτικά και, σε πολλές περιπτώσεις, κρύβοντάς τους όπως έκρυβε στα 1941 τους Άγγλους για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί. Είναι παράξενος λαός οι συμπατριώτες μου, με αντιδράσεις απροσδόκητες και, όπως είδαμε τόσες φορές τα τελευταία χρόνια, μ’ ένα βάθος ανθρωπισμού εξαιρετικού. Ενώ, δυο χρόνια τώρα, όλος ο πληθυσμός βυσσοδομούσε εναντίον των Ιταλών και απειλούσε πως, όταν θα φεύγουν θα τους κάνει και θα τους δείξει, ξαφνικά, μόλις τους είδε πεσμένους, τους λυπήθηκε. Κανέναν δεν πείραξε και ίσια – ίσια τους βοηθεί με κάθε τρόπο, θαρρείς πως μόλις καταθέσανε τα όπλα και διαλύθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς η ατμόσφαιρα του πολέμου, ξαναήρθε αυτόματα στην επιφάνεια κάποια κρυμμένη αλληλεγγύη προς τους “ανθρώπους που μας μοιάζουν”.
Ίσως πάλι, κατά πρώτο λόγο, είναι η απλή αλληλεγγύη ανθρώπου προς άνθρωπο, προς τον εχθρό που, πέφτοντας, ξαφνικά ξαναγίνεται “άνθρωπος”.
Χαίρουμαι γι’ αυτό που σημειώνω. Είναι κάτι πολύτιμο. Φανερώνει πως η ηθική ζωή αυτού του λαού έχει ορισμένες γερές βάσεις, πως τα βαθύτερα ένστικτά του είναι καλά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ “ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ”Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

από τα Φύλλα Κατοχής της Ιωάννας Τσάτσου:

21 Δεκέμβρη 1943.
Σήμερα μέσα στις άλλες μια γυναίκα ήρθε στο Γραφείο. Γλυκειά, δειλή, με πλησίασε και μου είπε σιγά: “Έχω το γιο μου φυλακισμένο στο Χαϊδάρι. Μέρες τώρα προσπαθώ να τον δω και δεν μπορώ. Τον λένε Δεϊμέζη. Μήπως ξέρετε τίποτα; Μήπως έγινε κανένα κακό;” Μόλις άκουσα το όνομα, πάγωσα. Το θυμόμουνα. Το είχα δει μέσα στους τελευταίους καταλόγους των σκοτωμένων ομήρων… Δεν είχα τη δύναμη να πω την αλήθεια, μα πάλι ούτε ψέματα στα γαλανά μάτια που με κοίταζαν με απόλυτη εμπιστοσύνη… Με κοίταζε και περίμενε με υπομονή… “Τον έχουν πάρει από το Χαϊδάρι”, είπα σιγά. “Δεν τον βρίσκω πουθενά”. Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλή. Ένας σπασμός στο λαιμό έδειχνε όλη της τη συγκίνηση. Έπειτα με κόπο απάντησε: “Ίσως να τον έχουν σκοτώσει”. Της πήρα το χέρι. Το στομάχι μου και το κεφάλι μου πονούσαν φριχτά… “Κατεβαίνομε μαζί;” ρώτησα δειλά. Και σηκωθήκαμε. Προχωρήσαμε στο δρόμο. Ούτε ο καλός ήλιος του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ο ζεστός, ο μαγικός ήλιος μπόρεσε να βοηθήσει. Έμοιαζε σαν ψεύτικο σκηνικό και μας άφησε παγωμένες και τις δύο. Στο σπίτι κάθησα μηχανικά στο τραπέζι… Ένιωσα όλα να γυρίζουν γύρω μου. Σηκώθηκα, πήγα με κόπο στο κρεβάτι μου, ξέσπασα σ’ ατέλειωτο αναφυλλητό. Έχω τσακίσει, δεν κυβερνώ τα νεύρα μου πια.
22 Δεκέμβρη 1943. Το πρωί στο γραφείο, μέσα στα άπειρα πρόσωπα ήταν πάλι το πρόσωπό της. “Αφήστε με να καθίσω, αφήστε με να έρχομαι” μου είπε. Και στο σπίτι ακόμα, όπου γυρίσω, βλέπω τα μάτια της να με κοιτάζουν. Νιώθω το χάος κάτω από τα πόδια μου.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ”

27 Νοέμβρη 1943
Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω:
“Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”. Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.
Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.

28 Νοέμβρη 1943
Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο”.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΩΝ 9″ Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ / ΕΥΘΥΝΗ

2 σχόλια: