Και οι πρόβες άρχισαν. Σάββατο και Κυριακή μεσημέρι. Μέσα από απρόοπτα πολλά. Στην αρχή σκοτείνιαζε νωρίς. Και η νύχτα έπεφτε γρήγορα. Αργά-αργά ερχόταν η άνοιξη. Και τα ποδήλατα γέμιζαν την αυλή του σχολείου. Και η αγωνία μεγάλωνε. Και ετοιμαζόμασταν. Για το ταξίδι προς το "Μισό πιθάρι". Την παράσταση. Για το ταξίδι προς το άλλο μισό. Το ταξίδι προς την Πόλη δηλαδή.
Στιγμές που μας έδεσαν. Στιγμές που τις κοιτάμε με νοσταλγία. Ήταν ωραία, γιατί το ζήσαμε.
Η ανάγνωση ήταν το καράβι μας. Το ταξίδι ήταν ό,τι ακολούθησε. Αλλά και ό,τι έχει σωθεί μέσα μας. Η μνήμη, η εμπειρία, οι άνθρωποι.
Και η ώρα των σκηνικών έφτασε. Όλοι βάλαμε το χέρι μας. Σκηνικά χειροποίητα, όπως γλυκά του κουταλιού. Με πολλή αγάπη. Η Βίκυ και η Δώρα εν ώρα δράσης.
Η χαρά ώρες-ώρες ξεχειλίζει.
Και να, που έφτασαν οι πυγολαμπίδες. Όλος ο τόπος άστραψε. Σα να' ναι νύχτα. Εκείνη η νύχτα που μες στο σκοτάδι συμβαίνουν πράματα και θάματα. Τότε που ακούγεται η ανάσα των Μυντιλήδων. "Αχ, μακάρι η μέρα να μπορούσε να κρατήσει τα μυστήρια της νύχτας".
Το μπροστά και το πίσω μιας παράστασης. Οι αφανείς ήρωές της.
Σήμερα, πέρα από τα σκηνικά, η πρόβα γίνεται και με τις ενδυμασίες. Επιστρατεύτηκε το βεστιάριο του Μικρασιατικού Συλλόγου Πτολεμαϊδας. Τα σεντούκια και οι ντουλάπες μας. Όλοι σε αναβρασμό που κορυφώνεται.
Η επί των γενικών καθηκόντων Βίκυ. Σκηνοθεσία, σκηνικά, ενδυματολογικά, μουσική επιμέλεια και γενικώς επιμέλεια. Ανεξάντλητη επί των ιδεών. Και προπαντός για το μεράκι. Δεν καταλαβαίνει τίποτα κοινώς.
Ήρθε η ώρα για τον καφενέ. Τον καφενέ-λουκουμέ.
Και να που άστραψε ο μπερντές. Και γέμισε ο τόπος σκιές. Σκιές που ζωντανέψαν. Το παρόν και το παρελθόν. Η αφήγηση και η δράση. Το εδώ και το εκεί. Εμείς και οι άλλοι. Οι ζωντανοί και οι κεκοιμημένοι. Ο μπερντές δεν ήταν εύρημα απλώς. Ήταν η κορυφογραμμή της παράστασης.
Το παραμύθι πλέκεται μέσα στην καθημερινότητά μας. Εμείς περιστρεφόμαστε γύρω του. Πλεκτό που αφεθήκαμε να μας πλέξει. Τώρα το φοράμε και το κουβαλάμε απάνω μας. Όλα τα γύρω του και προπάντων τα μέσα του.