Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Γεώργιος Βιζυηνός


Ὁ φιλομαθὴς πτωχὸς

1872 Αὐγούστου 30.

Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ' ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι' ἀγράμματο θὰ μένω!

Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -

Τοῦ κάκου, Γιατί 'κείνοι 'κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ 'μένα τὸ καϋμένο…
μ' ἔχει λησμονημένο!

Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.

Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ' ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!

Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι' ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ 'πεθάνουν
κι' ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.

Ἀγάπησε καὶ τ' ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι' ἂν πάθῃ.

Μ' ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…

Ἄν φταίγω τ' ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.

Δὲν ἤξερα πῶς τ' ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!

Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ 'πάγω 'κεῖ 'ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…

Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν' ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»

Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι' ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ' αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.

Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.

Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ' ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!

Σεῖς ψάλλετε σ' ὅλη τὴ γῆ.
- Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,
εἰς τὴ γρῃὰ Ἑλλάδα,
τῆς προκοπῆς τὴ δᾷδα.

Καὶ σεῖς, ὦ Ἀχαιῶν παιδιά,
τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ
εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε
καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. -

Καὶ 'γω νὰ μείνω τ' ὀρφανό;
μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!
εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
εἶμαι βλαστάρι 'κείνων!

Σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…

Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ
καὶ τίποτε δὲν μένει
ἐδὼ στὴν οἰκουμένη.

Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.
Βαστοῦν τὸν δίσκο μου 'πο μιὰ
αἱ Μοῦσαι, κι' ἀπ' τὴν ἄλλη
ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.

- Εἶναι 'δικό μου τ' ὀρφανό·
καὶ 'πάνου 'κεῖ στὸν οὐρανό,
δὲν θὰ μετανοήσῃ
ὅποιος τὸ βοηθήσῃ.

 


Απo τη Θράκη φτωχό ραφτάκι
στην Πόλη βρέθηκε
και κει στην Κύπρο γλυκό ψαλτάκι
μαυροφορέθηκε

Σαν αεράκι πάνω στο χέρι του
της μάνας του η ευχή
βασιλοπούλα να 'ναι το ταίρι του
με ταπεινή ψυχή

Από τα ξένα για την Αθήνα
καρδιά φτερούγισε
μαύρο αηδόνι τα χρoνια εκείνα
πικρά τραγούδησε

Ποιαν αγαπούσες, πες μας Γιωργάκη μου
και πόνεσες πολύ
τρελοί δεν είναι παλικαράκι μου
αχ, όλοι οι τρελοί

Ανέμους είχε μες στο μυαλό του
όπου πορεύτηκε
πήρε απ' το χέρι τον άγγελό του
και ξενιτεύτηκε

Μιλάει η μάνα προς την εικόνα του
στα μάτια τα χλωμά
χρυσό να στείλει τον αρραβώνα του
σε ένα μαχραμά

Από τα ξένα...
Ποιαν αγαπούσες...

Στιχουργός: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Ορφέας Περίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου