Ὁ φιλομαθὴς πτωχὸς1872 Αὐγούστου 30.Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸσ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό! εἶμ' ὀρφανὸ καὶ ξένο!… κι' ἀγράμματο θὰ μένω! Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή· πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι, δὲν ἔμειναν θαμμένοι. - Τοῦ κάκου, Γιατί 'κείνοι 'κεῖ ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί, μὰ 'μένα τὸ καϋμένο… μ' ἔχει λησμονημένο! Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό, καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ μὲ τράνεψεν ἀγιέρι καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι. Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά, ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ καὶ μ' ἀψηλὰ καπέλα χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα! Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ οἱ ἄλλοι, κι' ἄλλοι ὀπαδοὶ τοῦ Βάκχου νὰ 'πεθάνουν κι' ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν. Ἀγάπησε καὶ τ' ὀρφανό, Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ! τὰ γράμματα νὰ μάθῃ, χίλια κακὰ κι' ἂν πάθῃ. Μ' ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ μὲ τόση εὐφροσύνη!… Ἄν φταίγω τ' ἄκακο ἐγὼ φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ· θαρροῦσα πῶς χορταίνει ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει. Δὲν ἤξερα πῶς τ' ἀργυρὸ τῆς Κασταλίας μας νερό, σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε αἰώνια τὸ διψοῦμε! Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ, μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ νὰ 'πάγω 'κεῖ 'ποῦ τρέχει τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!… Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ σὰ ἰδοῦν ἕν' ἄτυχο πουλὶ ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.» Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ κατώφλοιό σας κι' ἐγώ, δειλὸ ἐκάθησα πουλάκι μ' αὐτὸ τὸ τραγουδάκι. Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί, ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ, καὶ τίποτε δὲν μένει πιστὸ στὴν οἰκουμένη. Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί, οὔτ' ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί· Διψῶ! διψῶ τὴ θεία ἀληθινὴ Παιδεία! Σεῖς ψάλλετε σ' ὅλη τὴ γῆ. - Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί, εἰς τὴ γρῃὰ Ἑλλάδα, τῆς προκοπῆς τὴ δᾷδα. Καὶ σεῖς, ὦ Ἀχαιῶν παιδιά, τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. - Καὶ 'γω νὰ μείνω τ' ὀρφανό; μαρτύρομαι τὸν οὐρανό! εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων! εἶμαι βλαστάρι 'κείνων! Σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό. Μὰ Ἕλλην ὑπομένει ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;… Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί, ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ καὶ τίποτε δὲν μένει ἐδὼ στὴν οἰκουμένη. Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά. Βαστοῦν τὸν δίσκο μου 'πο μιὰ αἱ Μοῦσαι, κι' ἀπ' τὴν ἄλλη ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει. - Εἶναι 'δικό μου τ' ὀρφανό· καὶ 'πάνου 'κεῖ στὸν οὐρανό, δὲν θὰ μετανοήσῃ ὅποιος τὸ βοηθήσῃ. |
Ποιητικά πρωτόλεια Γεωργίου Μ. Βιζυηνού ιεροσπουδαστού της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής. Εξεδόθησαν δαπάνη φιλοκάλου τινός Ομογενούς, εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Βυζαντίδος, 1873, σσ. 18-21
Γεννήθηκε στο χωριό Βιζύη (ή Βιζώ) της Θράκης το 1849. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης. Ολόκληρη η ζωή του είναι ένα μυθιστόρημα: ορφανός από πατέρα και πάμπτωχος, 10 χρονών παιδάκι, αρχίζει το ταξίδι της ζωής του πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη, να μάθει ραπτική σε ένα θείο του. Και το ταξίδι συνεχίζεται... Πεθαίνει ο θείος του και πηγαίνει στην Κύπρο, υποταχτικός σε ένα θείο του δεσπότη, και φοιτά σε ελληνικό σχολείο. Επιστρέφει όμως στην Πόλη και παρακολουθεί μαθήματα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Κάποιο φως φάνηκε γι' αυτόν, όταν ένας πλούσιος ομογενής (ο Γεώργιος Ζαρίφης) τον στέλνει να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Από εκεί συνεχίζει το "ταξίδι" - σπουδές στο εξωτερικό (Γερμανία: φιλοσοφία, φιλολογία, αισθητική, φίλος του μεγάλου ψυχολόγου Βουντ). Επισκέπτεται ακόμη το Παρίσι και το Λονδίνο και επιστρέφει με όνειρα στην Αθήνα, ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο στην έδρα της Φιλοσοφίας. Όμως, η αδιαφορία και η μικροψυχία της ελληνικής κοινωνίας δεν του επέτρεψαν να γίνει καθηγητής, που τόσο πολύ ήθελε. Πεθαίνει ο παραστάτης του έπειτα Ζαρίφης, αρχίζει το οικονομικό πρόβλημα και καταλήγει δάσκαλος ρυθμικής στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί παίχτηκε η πρώτη πράξη του δράματος. Κλονισμένος ψυχικά, ερωτεύεται μια δεκατετράχρονη μαθήτριά του (τη Μπετίνα Φραβασίλη) και φθάνει μέχρι το σημείο να τη ζητήσει σε γάμο από τους γονείς της. Ήδη "παντρεύεται" τη φρενοβλάβεια στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου μπόρεσε να αντέξει τον έρωτά του δύο χρόνια. Σε ηλικία 47 ετών πεθαίνει συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως.
Το "μυθιστόρημα της ζωής του" έγινε λογοτεχνικό μυθιστόρημα, πεζογραφία, μελέτες, ποίηση. Σε όλο το έργο του ο Γ. Βιζυηνός αυτοβιογραφείται. Ένας απλός, αγνός, τρυφερός άνθρωπος με πλατιά μόρφωση και σπάνιο φιλοσοφικό στοχασμό, φορτωμένο με τις πικρές παιδικές και εφηβικές του μνήμες, ηθογραφεί (εξωτερικά) και ψυχογραφεί (εσωτερικά) τον άνθρωπο: τις καθημερινές του ενέργειες κι εκδηλώσεις, τα πάθη, τα συμπλέγματα, τις ενοχές, τις τύψεις, τα καραβοτσακισμένα όνειρα στο πέλαγος της ζωής. Και όλα αυτά γραμμένα με το περίσσευμα της ψυχής του (της βασανισμένης και προδομένης), με απλότητα κι ειλικρίνεια.
Αν και βρέθηκε μεταξύ "σφύρας και άκμονος" στην πραγματική και λογοτεχνική του ζωή, δεν παύει να είναι γνήσιος δημιουργός και στυλοβάτης του νεοελληνικού διηγήματος. Πέθανε το 1896.
Κάποιο φως φάνηκε γι' αυτόν, όταν ένας πλούσιος ομογενής (ο Γεώργιος Ζαρίφης) τον στέλνει να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Από εκεί συνεχίζει το "ταξίδι" - σπουδές στο εξωτερικό (Γερμανία: φιλοσοφία, φιλολογία, αισθητική, φίλος του μεγάλου ψυχολόγου Βουντ). Επισκέπτεται ακόμη το Παρίσι και το Λονδίνο και επιστρέφει με όνειρα στην Αθήνα, ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο στην έδρα της Φιλοσοφίας. Όμως, η αδιαφορία και η μικροψυχία της ελληνικής κοινωνίας δεν του επέτρεψαν να γίνει καθηγητής, που τόσο πολύ ήθελε. Πεθαίνει ο παραστάτης του έπειτα Ζαρίφης, αρχίζει το οικονομικό πρόβλημα και καταλήγει δάσκαλος ρυθμικής στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί παίχτηκε η πρώτη πράξη του δράματος. Κλονισμένος ψυχικά, ερωτεύεται μια δεκατετράχρονη μαθήτριά του (τη Μπετίνα Φραβασίλη) και φθάνει μέχρι το σημείο να τη ζητήσει σε γάμο από τους γονείς της. Ήδη "παντρεύεται" τη φρενοβλάβεια στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου μπόρεσε να αντέξει τον έρωτά του δύο χρόνια. Σε ηλικία 47 ετών πεθαίνει συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως.
Το "μυθιστόρημα της ζωής του" έγινε λογοτεχνικό μυθιστόρημα, πεζογραφία, μελέτες, ποίηση. Σε όλο το έργο του ο Γ. Βιζυηνός αυτοβιογραφείται. Ένας απλός, αγνός, τρυφερός άνθρωπος με πλατιά μόρφωση και σπάνιο φιλοσοφικό στοχασμό, φορτωμένο με τις πικρές παιδικές και εφηβικές του μνήμες, ηθογραφεί (εξωτερικά) και ψυχογραφεί (εσωτερικά) τον άνθρωπο: τις καθημερινές του ενέργειες κι εκδηλώσεις, τα πάθη, τα συμπλέγματα, τις ενοχές, τις τύψεις, τα καραβοτσακισμένα όνειρα στο πέλαγος της ζωής. Και όλα αυτά γραμμένα με το περίσσευμα της ψυχής του (της βασανισμένης και προδομένης), με απλότητα κι ειλικρίνεια.
Αν και βρέθηκε μεταξύ "σφύρας και άκμονος" στην πραγματική και λογοτεχνική του ζωή, δεν παύει να είναι γνήσιος δημιουργός και στυλοβάτης του νεοελληνικού διηγήματος. Πέθανε το 1896.
Απo τη Θράκη φτωχό ραφτάκι
στην Πόλη βρέθηκε
και κει στην Κύπρο γλυκό ψαλτάκι
μαυροφορέθηκε
Σαν αεράκι πάνω στο χέρι του
της μάνας του η ευχή
βασιλοπούλα να 'ναι το ταίρι του
με ταπεινή ψυχή
Από τα ξένα για την Αθήνα
καρδιά φτερούγισε
μαύρο αηδόνι τα χρoνια εκείνα
πικρά τραγούδησε
Ποιαν αγαπούσες, πες μας Γιωργάκη μου
και πόνεσες πολύ
τρελοί δεν είναι παλικαράκι μου
αχ, όλοι οι τρελοί
Ανέμους είχε μες στο μυαλό του
όπου πορεύτηκε
πήρε απ' το χέρι τον άγγελό του
και ξενιτεύτηκε
Μιλάει η μάνα προς την εικόνα του
στα μάτια τα χλωμά
χρυσό να στείλει τον αρραβώνα του
σε ένα μαχραμά
Από τα ξένα...
Ποιαν αγαπούσες...
στην Πόλη βρέθηκε
και κει στην Κύπρο γλυκό ψαλτάκι
μαυροφορέθηκε
Σαν αεράκι πάνω στο χέρι του
της μάνας του η ευχή
βασιλοπούλα να 'ναι το ταίρι του
με ταπεινή ψυχή
Από τα ξένα για την Αθήνα
καρδιά φτερούγισε
μαύρο αηδόνι τα χρoνια εκείνα
πικρά τραγούδησε
Ποιαν αγαπούσες, πες μας Γιωργάκη μου
και πόνεσες πολύ
τρελοί δεν είναι παλικαράκι μου
αχ, όλοι οι τρελοί
Ανέμους είχε μες στο μυαλό του
όπου πορεύτηκε
πήρε απ' το χέρι τον άγγελό του
και ξενιτεύτηκε
Μιλάει η μάνα προς την εικόνα του
στα μάτια τα χλωμά
χρυσό να στείλει τον αρραβώνα του
σε ένα μαχραμά
Από τα ξένα...
Ποιαν αγαπούσες...
Στιχουργός: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Ορφέας Περίδης
Μουσική: Ορφέας Περίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου