Ποιητικά πρωτόλειαΓεωργίου Μ. Βιζυηνού ιεροσπουδαστού της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής. Εξεδόθησαν δαπάνη φιλοκάλου τινός Ομογενούς, εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Βυζαντίδος, 1873, σσ. 18-21
Γεννήθηκε στο χωριό Βιζύη (ή Βιζώ) της Θράκης το 1849. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης. Ολόκληρη η ζωή του είναι ένα μυθιστόρημα: ορφανός από πατέρα και πάμπτωχος, 10 χρονών παιδάκι, αρχίζει το ταξίδι της ζωής του πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη, να μάθει ραπτική σε ένα θείο του. Και το ταξίδι συνεχίζεται... Πεθαίνει ο θείος του και πηγαίνει στην Κύπρο, υποταχτικός σε ένα θείο του δεσπότη, και φοιτά σε ελληνικό σχολείο. Επιστρέφει όμως στην Πόλη και παρακολουθεί μαθήματα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Κάποιο φως φάνηκε γι' αυτόν, όταν ένας πλούσιος ομογενής (ο Γεώργιος Ζαρίφης) τον στέλνει να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Από εκεί συνεχίζει το "ταξίδι" - σπουδές στο εξωτερικό (Γερμανία: φιλοσοφία, φιλολογία, αισθητική, φίλος του μεγάλου ψυχολόγου Βουντ). Επισκέπτεται ακόμη το Παρίσι και το Λονδίνο και επιστρέφει με όνειρα στην Αθήνα, ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο στην έδρα της Φιλοσοφίας. Όμως, η αδιαφορία και η μικροψυχία της ελληνικής κοινωνίας δεν του επέτρεψαν να γίνει καθηγητής, που τόσο πολύ ήθελε. Πεθαίνει ο παραστάτης του έπειτα Ζαρίφης, αρχίζει το οικονομικό πρόβλημα και καταλήγει δάσκαλος ρυθμικής στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί παίχτηκε η πρώτη πράξη του δράματος. Κλονισμένος ψυχικά, ερωτεύεται μια δεκατετράχρονη μαθήτριά του (τη Μπετίνα Φραβασίλη) και φθάνει μέχρι το σημείο να τη ζητήσει σε γάμο από τους γονείς της. Ήδη "παντρεύεται" τη φρενοβλάβεια στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου μπόρεσε να αντέξει τον έρωτά του δύο χρόνια. Σε ηλικία 47 ετών πεθαίνει συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως. Το "μυθιστόρημα της ζωής του" έγινε λογοτεχνικό μυθιστόρημα, πεζογραφία, μελέτες, ποίηση. Σε όλο το έργο του ο Γ. Βιζυηνός αυτοβιογραφείται. Ένας απλός, αγνός, τρυφερός άνθρωπος με πλατιά μόρφωση και σπάνιο φιλοσοφικό στοχασμό, φορτωμένο με τις πικρές παιδικές και εφηβικές του μνήμες, ηθογραφεί (εξωτερικά) και ψυχογραφεί (εσωτερικά) τον άνθρωπο: τις καθημερινές του ενέργειες κι εκδηλώσεις, τα πάθη, τα συμπλέγματα, τις ενοχές, τις τύψεις, τα καραβοτσακισμένα όνειρα στο πέλαγος της ζωής. Και όλα αυτά γραμμένα με το περίσσευμα της ψυχής του (της βασανισμένης και προδομένης), με απλότητα κι ειλικρίνεια. Αν και βρέθηκε μεταξύ "σφύρας και άκμονος" στην πραγματική και λογοτεχνική του ζωή, δεν παύει να είναι γνήσιος δημιουργός και στυλοβάτης του νεοελληνικού διηγήματος. Πέθανε το 1896.
Απo τη Θράκη φτωχό ραφτάκι στην Πόλη βρέθηκε και κει στην Κύπρο γλυκό ψαλτάκι μαυροφορέθηκε
Σαν αεράκι πάνω στο χέρι του της μάνας του η ευχή βασιλοπούλα να 'ναι το ταίρι του με ταπεινή ψυχή
Από τα ξένα για την Αθήνα καρδιά φτερούγισε μαύρο αηδόνι τα χρoνια εκείνα πικρά τραγούδησε
Ποιαν αγαπούσες, πες μας Γιωργάκη μου και πόνεσες πολύ τρελοί δεν είναι παλικαράκι μου αχ, όλοι οι τρελοί
Ανέμους είχε μες στο μυαλό του όπου πορεύτηκε πήρε απ' το χέρι τον άγγελό του και ξενιτεύτηκε
Μιλάει η μάνα προς την εικόνα του στα μάτια τα χλωμά χρυσό να στείλει τον αρραβώνα του σε ένα μαχραμά