Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Καλές γιορτές...


...με ένα διαφορετικό ταξίδι


Και ζωντανεύουν...


Και ζωντανεύουν οι ήρωες και το χέρι μάς πιάνουν και στο ταξίδι τους μας οδηγούν.

Και είμαστε εδώ και όμως, έχουμε φύγει για αλλού.

Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τούτο το ταξίδι.


Διαλέγει κανείς, το ορίζοντα ή τον τοίχο



Ταξίδι στην αρχαία Αθήνα


Το λάδι στην αρχαία Αθήνα:


Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Αθήνα:


Μια αρχαία Αθηναία επιστρέφει στην πόλη: η Μύρτις


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Ένα αίνιγμα και ένα βιβλίο


Ένα βιβλίο που μου τράβηξε το ενδιαφέρον είναι το αίνιγμα του πύργου. Το βιβλίο αυτό μιλάει για 5 παιδιά τα οποία μπλέκονται σε μια μεγάλη περιπέτεια γύρω από έναν πύργο. Δεν πρόκειται βέβαια  για έναν πύργο του παραμυθιού, αλλά για ένα παλιό αρχοντικό στην Κηφισιά. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο περιπέτεια, αγωνία και μυστήριο. Σας προτείνω να το διαβάσετε, γιατί είναι πραγματικά πολύ ωραίο. Οι μαθητές που πάτε στο 3ο γυμνάσιο Πτολεμαϊδας μπορείται να το δανειστείτε από την βιβλιοθήκη του σχολείου μας!
Χριστίνα  Καραγιάννη
Α1


Βιογραφικό Σημείωμα
Η Κίρα Σίνου γεννήθηκε το 1923 στο Ροστόφ της Ρωσίας και ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία εννιά χρονών χωρίς να ξέρει ελληνικά. Τα έμαθε όμως τόσο γρήγορα ώστε τα διηγηματάκια της δημοσιεύονταν τακτικά στο περιοδικό ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ από το οποίο πήρε και το πρώτο της λογοτεχνικό βραβείο. Εργάστηκε στη ΔΕΗ, όπου ο τομέας της ήταν οι πρακτικώς ασκούμενοι σπουδαστές και αυτό την οδήγησε στη λογοτεχνία για παιδιά. Έχει γράψει πάνω από 25 βιβλία με θέματα την παλαιοντολογία, την προϊστορία, την ιστορία και την σύγχρονη ζωή. Είναι πτυχιούχος ξεναγός και απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής (Αbitur), ξέρει επίσης καλά αγγλικά, γαλλικά και ρώσικα και ασχολήθηκε πολύ με τη μετάφραση, έχοντας στο ενεργητικό της πάνω από 100 βιβλία για μεγάλους και μικρούς. Βραβεύτηκε πολλές φορές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το 1996 ήταν υποψήφια για το βραβείο Άντερσεν.
Πηγή και περισσότερες πληροφορίες στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.greece2001.gr/writers/KiraSinou.html

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ταξίδι στην αρχαία Σπάρτη


Προκειμένου να γνωρίσουμε "από κοντά" έναν άλλο τρόπο ζωής, πολύ μακριά από τον σημερινό. Οι Λάκωνες, Σπαρτιάτες, και ο λακωνικός, σπαρτιατικός, τρόπος ζωής.



Από την αυτοδικία της Οδύσσειας στο μανιάτικο μοιρολόγι


Η συζήτηση από τον Τηλέμαχο και τις συμβουλές της Αθηνάς-Μέντη για να πάρει το νόμο στα χέρια του (αυτοδικία) ο Τηλέμαχος και να σκοτώσει ο ίδιος τους μνηστήρες, μας οδήγησε στην Κρήτη και κυρίως στη Μάνη, όπου η αυτοδικία ήταν σύνηθες φαινόμενο, δηλαδή η μόνιμη σχεδόν τακτική. Από εκεί βέβαια φτάσαμε -πώς αλλιώς;- στα μανιάτικα μοιρολόγια και στις μοιρολογίστρες, μα και στους πύργους της Μάνης, χιλιόμετρα μακριά από εμάς και πέρα από ό,τι γνωρίζουμε. Μια διαδικτυακή στάση σε αυτόν τον τόπο και τον τρόπο μάλλον αξίζει τον κόπο.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Του Έρωτα και της Ψυχής και η ιστορία επαναλαμβάνεται...



Οι μύθοι που εμπλέκουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον θεό Έρωτα είναι πολλοί και παλιοί. Η ιστορία, όμως, του Έρωτα και της Ψυχής καταγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λούκιο Απουλήιο, λατίνο συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το βίντεο αυτό αποτελεί μια ελεύθερη και σύντομευμένη περίληψη της ιστορίας αυτής. Πλαισιώνεται από 19 έργα τέχνης διαφόρων εποχών με θέμα την ερωτική ιστορία των δύο ηρώων, πράγμα που δείχνει την απήχηση που είχε ο μύθος και στις εικαστικές τέχνες.

ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΙΖΟΛΔΗ:


Ο Τριστάνος και Ιζόλδη (γερμ. Tristan und Isolde) αποτελεί έναν από τους ποιητικότερους θρύλους του Μεσαίωνα.

Ο Τριστάνος ντε Λεονουά που ορφανός είχε αρπαχθεί από πειρατές, ελευθερώνεται και ανατρέφεται από τον θείο του Μάρκο, Βασιλέα της Κορνουάλης. Μετά από ένα περιπετειώδη και γεμάτο ανδραγαθήματα βίο μεταξύ των οποίων και το φόνο ενός τέρατος της Ιρλανδίας, του Μορχούτ, προς το οποίο οι Κορνουάλιοι πρόσφεραν ετησίως 400 νεανίδες προς βορά του, ο Τριστάνος επιφορτίζεται να μεταβεί στην Ιρλανδία και να ζητήσει για λογαριασμό του θείου του Βασιλέως την χείρα της εκεί Πριγκίπισσας Ιζόλδης της ξανθής.

Επιστρέφοντας με την Ιζόλδη στη Κορνουάλη από μοιραίο λάθος πίνουν και οι δύο κάποιο μαγικό φίλτρο, που ήταν προορισμένο να προκαλεί ακατανίκητο και αιώνιο έρωτα σε όποιους το γεύονταν. Έτσι αμφότεροι, έρμαιο του πάθους τους, απατούν τον Βασιλέα, αν και τον σέβονται.

Αργότερα ο Τριστάνος, (για να απαλλαγεί απ΄ αυτόν τον έρωτα) παντρεύεται την Ιζόλδη τη Λευκώλενο. Σε τραυματισμό του όμως από δηλητηριασμένο βέλος και γνωρίζοντας πως το αντίδοτο το έχει η Ιζόλδη η ξανθή την ειδοποιεί να σπεύσει σε τακτή προθεσμία. Στην έκκλησή του εκείνη προστρέχει πράγματι με πλοίο με λευκά πανιά όπως της είχε υποδείξει ο Τριστάνος. Η σύζυγός του όμως η Ιζόλδη η Λευκώλενος από ζηλοτυπία αναγγέλλει στον κατάκοιτο Τριστάνο ότι το πλοίο φθάνει με μαύρα όμως πανιά, οπότε κι εκείνος άπελπις πλέον εκπνέει. Μετ΄ ολίγον στο στήθος του εκπνέει και η μόλις αφιχθείσα φίλη του Ιζόλδη.

Ο μύθος του Τριστάνου και της Ιζόλδης είναι πιθανότατα κέλτικης καταγωγής και υπήρξε προϊόν επεξεργασίας των τροβαδούρων του 12ου και 13ου αιώνα Μπερούλ και Τομάς.

ΠΗΓΗ: wikipedia


 Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη είναι ένα από τα διασημότερα ερωτικά ζεύγη στην ιστορία του ευρωπαικού πολιτισμού. Η όπερα του Βάγκνερ (το λιμπρέτο είναι του συνθέτη), αποτελεί έναν ύμνο στον απόλυτο έρωτα, που τελειώνει με ένα θαύμα: το «θάνατο από αγάπη» («Liebestod») της Ιζόλδης, που σωριάζεται επάνω στο νεκρό σώμα του αγαπημένου της.


Ο θάνατος της Ιζόλδης από τη Μαρία Κάλλας (1957)

 Richard Wagner '' Tristan and Isolde ''
Death of Isolde
Athens Festival 1957

ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ:






Ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα είναι θεατρικό έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που γράφτηκε το 1595.

Ο Σαμψών και ο Γρηγόριος, υπηρέτες των Καπουλέτων και ο Αβράαμ και ο Βαλθασάρ, υπηρέτες των Μοντέγων άρχισαν μια μάχη. Ο Εσκάλους, πρίγκιπας της Βερόνας ανάγγειλε θανατική καταδίκη αν συνεχιζόταν αυτή η πολύχρονη βεντέτα. Ο Ρωμαίος είναι ερωτευμένος με την Ροζαλήν, το αντικείμενο του πόθους του. Εντωμεταξύ ο Καπουλέτος ενθουσιάστηκε με την ιδέα να παντρέψει την Ιουλιέτα με τον Πάρη και έτσι προγραμμάτισε μια εορταστική συνάθροιση πριν τον γάμο. ΄

Ο Ρωμαίος μαζί με τους φίλους του, Μπενβόλιο και Μερκούτιο, πήγαν απρόσκλητοι σε αυτήν προσδοκώντας να δουν την αγαπημένη του Ρωμαίου, Ροζαλίνα με τον πρώτο να είναι ακόμα ερωτευμένος μαζί της. Κατά την διάρκεια της γιορτής ο Ρωμαίος ερωτεύεται κεραυνοβόλα την Ιουλιέτα. Χορεύοντας μαθαίνουν ότι οι οικογένειες τους είναι αντίπαλες και κυριαρχεί μια αδυσώπητη έχθρα ανάμεσά τους. Αψηφώντας τον κίνδυνο, ο Ρωμαίος ψάχνει να βρει την Ιουλιέτα, την οποία δεν μπορεί να ξεχάσει. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα αποφασίζουν να παντρευτούν στα κρυφά.

Την επομένη ο Ρωμαίος συναντά τον φίλο του, ιερέα Λαυρέντιο, συμφωνώντας να τους παντρέψει, γιατί πίστευε o ίδιος ότι αυτός ο γάμος θα έφερνε ένα τέλος ανάμεσα στις δύο εχθρικές οικογένειες. Στις επόμενες μέρες γίνεται μια σύγκρουση όπου ο Μερκούτιος, φίλος του Ρωμαίου πεθαίνει από τον Τυβάλτο, ανιψιό της Δέσποινας Καπουλέτου. Ο Ρωμαίος στη συνέχεια σκοτώνει τον Τυβάλτο. Ο Εσκάλους μαθαίνοντας για την εμπλοκή εξορίζει τον Ρωμαίο. Οι Καπουλέτοι χωρίς να γνωρίζουν για τον κρυφό γάμο τον δύο νέων, αποφασίζουν να παντρέψουνε την Ιουλιέτα με τον Πάρη. Η Ιουλιέτα όταν το μαθαίνει αποφασίζει να αυτοκτονήσει.

Ο ιερέας Λαυρέντιος καταστρώνει ένα σχέδιο όπου συμβουλεύει την Ιουλιέτα να πάρει ένα δηλητήριο που θα την κάνει να φαίνεται νεκρή και θα στείλει ένα γράμμα στον Ρωμαίο όπου θα του επεξηγεί το τι συνέβη, και στη συνέχεια θα ερχόταν ο Ρωμαίος να την πάρει, νομίζοντας όλοι πώς πέθανε. Η Ιουλιέτα μην μπορώντας να κάνει κάτι πίνει το δηλητήριο. Οι Καπουλέτοι τώρα άλλαξαν τα σχέδια τους για το γάμο και άρχισαν τα σχέδια για την κηδεία. Στην Μαντουά, όπου ήταν εξορισμένος ο Ρωμαίος, μαθαίνει τα νέα και αποφασίζει να βάλει στη ζωή του ένα τέλος, έστω για να δει για τελευταία φορά την αγαπημένη του Ιουλιέτα. Ο ιερέας Ιωάννης, εξηγεί στον Ιερέα Λαυρέντιος ότι το γράμμα που επεξηγεί για τον ψεύτικο θάνατο της Ιουλιέτας δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του Ρωμαίου. Όμως πια είναι αργά.

Ο Ρωμαίος φτάνοντας πίσω στην Βερόνα, πηγαίνει κατευθείαν στην Ιουλιέτα όπου πριν προλάβει να ανοίξει το φέρετρο ο Πάρης του επιτίθεται. Στην σύντομη συμπλοκή που ακολούθησε ο Πάρης πεθαίνει. Ο Ρωμαίος βλέπει την Ιουλιέτα πεθαμένη, μην μπορώντας να κάνει κάτι, παίρνει το δηλητήριο που αγόρασε και πεθαίνει. Ο ιερέας Λόρενς φτάνει αργά. Η Ιουλιέτα ξυπνά, αναζητώντας τον Ρωμαίο. Αντικρίζει τον Ρωμαίο νεκρό, τον φιλά και αυτοκτονεί. Αργότερα έρχονται οι δύο οικογένειες των Καπουλέτων και των Μοντέγων όπου μαθαίνουν τα δυσάρεστα νέα. Ο πρίγκηπας Εσκάλους επικρίνει τις δύο οικογένειες για τον άδικο χαμό των δυο νέων. Στη συνέχεια οι δύο οικογένειες συμφιλιώθηκαν.

Στιγμιότυπα μιας γιορτής



Ένας άλλος κόσμος....ο κόσμος του φωτός



Επιμέλεια: Μαρία Παπαδοπούλου, Β3

Μόνο που το ξεχνάμε...


Τον κόσμο δεν τον κληρονομήσαμε
από τους γονείς μας.
Τον δανειστήκαμε από τα παιδιά μας.

 Κινέζικη Παροιμία

Επιμέλεια: Ευθυμία Δημητρίου, Α1

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Ερωτόκριτος και Αρετούσα


 Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17 αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην κρητική διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.

Άμεσο πρότυπο του έργου είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cypède, που τυπώθηκε το 1487 και γνώρισε μεγάλη διάδοση με μεταφράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από ιταλική μετάφραση, καθώς είναι απίθανο να γνώριζε γαλλικά. Δεν πρόκειται όμως για δουλική μίμηση αλλά δημιουργική διασκευή, στην οποία αναγνωρίζονται αρετές σε σχέση με το γαλλικό πρότυπο και τις άλλες διασκευές.

Βιτσέντζος Κορνάρος (1553-1613):

Οι πιο ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του έργου του : αναφέρει το όνομα Βιτσέντζος, το οικογενειακό όνομα Κορνάρος, τόπο γέννησης τη Σητεία  και το Κάστρο (Ηράκλειο), όπου παντρεύτηκε:
"Κ' εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έχου
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου
Βιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίσει"
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα:

Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.

Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.

Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.

Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος από μαγεία. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.

Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.

Όλο το κείμενο του Ερωτόκριτου: http://erotokritos.users.uth.gr/erotokritos.htm



εικόνα από χειρόγραφο του Ερωτόκριτου του 1710

ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ:


Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
          κι του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
     σ' μιά Κόρη κ' έναν ʼγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
          σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10


     Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
          ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
     να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
          πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
     Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
          εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
     Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
          για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
          κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20
     τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
          κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
     Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
          και κάμωμα πολλά ακριβόν
έτοιους καιρούς εγίνη.   
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
          και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
     Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
          μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
     Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
          από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους·  
     ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
               ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
     Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι
          με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]'βρισκε ψεγάδι.
     Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
          άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
     K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
          στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν.
     Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο,
          και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
     γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα',
          σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα.
     Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα,
          μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
     Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
          για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
     Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί, κ' η Pήγισσα εγαστρώθη,
          κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
          να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.          50


     Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
          αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
     Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
          ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
     Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
          κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.

     Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
          και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
     Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
          πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
     Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
          οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
     Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
          και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
     Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
          ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
     K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
          πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
     Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
          κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'.          70

     Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
          συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
     M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
          έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
     του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο,          75
          και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
     Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
          φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
          οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση.          80
     Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
          ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
     κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' ʼστρη εγεννήσαν,
          μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
     Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
          να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.

     Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
          και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
     Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
          μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.          90
     Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
          πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
     H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
          πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
   
Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,          95
          μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
     Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
          αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
     Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
          κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.          100
     Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
          κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
   
Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
          και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
     ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι,          105
          μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
     Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
          τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
          Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
     αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
          σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
     έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
          και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
   
Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο,          115
          είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
     όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
          ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
     όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
          του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
     T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
          γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
     Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
          τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
     τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
          γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
     Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
          και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.

ΓΡΟΙΚΗΣΕΤΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ: 


Γροικήσετε τον Έρωτα, θαμάσματα τα κάνει,
κι εισέ θανάτους εκατό όσοι αγαπούν τους βάνει.
μαθαίνει τσι να πολεμούν τη νύχτα στο σκοτίδι
Πληθαίνει τους την όρεξη, και δύναμη τους δίδει
***
Κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσχημο ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορο άντρα και παλληκάρι..
***
Γροικήσετε τον Έρωτα, θαμάσματα τα κάνει...


"Μια κάποια λίγη πεθυμιά"


"Κι η αγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει"

ΤΟ ΚΟΝΤΑΡΟΧΤΥΠΗΜΑ:


Μέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν' αναγαλλιάσει η Χώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού' όσοι πέσουν.

Ο πρώτος οπού μ' Αφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ' Αφεντόπουλον από τη Μυτιλήνη.
Εις ένα-ν άλογο ψαρό πιτήδειος Καβαλάρης,
όμορφος, αξαζόμενος, κ' ερωτοδιωματάρης.

Τα ρούχα οπού σκεπάζασι 'ποπάνω τ' άρματά του,
μπλάβα με τ' άστρα τα χρουσά [ήσα' για] φορεσά του.

Πάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ' όμορφο Καβαλάρη.
Τ' όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.

Τούτ' ήταν τ' Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά'χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.

Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη.

Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Και τ' όνομά του το γλυκύ το λέγαν Νικοστράτη,
η φορεσιά του ήταν χρυσή, όλο καρδιές γεμάτη.

Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.

Τραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυχτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος.

Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κ' ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
  
ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΜΑΝΤΑΤΑ:



EPΩTOKPITOΣ:

Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,
        που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου,        1355
        σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.
K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,
        κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,
        κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.        1360
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
        και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;

Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
        στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,        1365
        Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
        νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

204"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
        και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.        1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
        κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
        τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."

Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,        1375
        και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
        θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
        κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.        1380
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
        λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
        και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,        1385
        που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
        και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
        πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα.        1390

"Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
        κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
        μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,        1395
        τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
        για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
205
Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
        κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν,        1400
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
        πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
        χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω."


ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ:



Tα λόγια σου Ρωτόκριτε
φαρμάκιν εβαστούσα
ουδ'όλπιζα,ουδ'ανήμενα
τ'αυτιά μου ότι ακούσα.

Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς
κι έγνοια καμιά μην έχεις
μη θέλεις να ξαναρωτάς
το πράμα που κατέχεις.

Και πως μπορώ να σ'αρνηθώ
κι αν θέλω δε μ'αφήνει
τούτη η καρδιά που εσύ έβαλες
στσ'αγάπης το καμίνι.

Κι άν δε θελήσει η μοίρα μας
να σμίξωμεν ομάδι
η ψη σου ας έρθει να με βρεί
χαιράμενη στον Άδη.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ:
-->

Ώς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν,
        κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν.

Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Hλιού σιμώνει,
        που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει,        1510
εμίσεψε ο Pωτόκριτος πάλι την ώραν κείνη,
        και για την άλλη αργατινή παραγγελιάν αφήνει,
στον ίδιον τόπο να βρεθούν, τα Πάθη τως να πούσι,
        καλά και μιάν αθιβολή πάντά'ναι οπού μιλούσι.
Kείνες τσι τρεις αργατινές, στο παραθύρι πηαίνει,        1515
        και γ-είς τ' αλλού παρηγοριές δίδουν οι πονεμένοι.

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ:


"Pωτόκριτε, εξεψύχησες, κ' επόθανες στα ξένα,
        ίντ' άλλο πλιό μού 'πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα;
Kι ας ήθελα βρεθεί κ' εγώ στον τόπον του πολέμου,
        να μου φωνιάξεις· "Aρετή, έλα και βούηθησέ μου!",
να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω,        1035
        και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω.
Kι ως άνοιξε το στόμα του τ' άγριο θεριό ν' αράσσει,
        να βάλω εγώ το χέρι μου, κ' εσέ να μη δαγκάσει.
320Mα'τονε κρίμα κι αδικιά, Pωτόκριτε, μεγάλη,
        μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού' έτοια κάλλη.        1040
Kι ας ήθελά'σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου,
        να σ' ακλουθώ πρωτύτερα στ' απομισέματά σου.
Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι,
        τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου' οι ψες στον ʼδη."

ΗΡΘΕΝ Η ΜΕΡΑ Η ΛΑΜΠΡΗ:


Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
        κ' εκάθησε ο Pωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.
Mε φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσιν ορδινιάζει,
        πριχού έρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει.        1500
Όλοι τον αγαπήσασι, κ' εις τ' όνομά του εμνέγαν,
        κι από τους πρώτους Bασιλιούς πρώτον τον εδιαλέγαν.
Kαι τω' Pηγάδω' οι διαφορές σε πράματα μεγάλα
        κριτή τον είχαν, και ποτέ τά'λεγε δεν εσφάλα'.
Aγαπημένο Aντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη,        1505
        μουδ' έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Πλιά ορίζασι και γέροντες, παρά που δίδει η Φύση,
        καλή καρδιά τους έθρεφε, σαν το δεντρόν η βρύση.
Eκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
        και Mάνα και Kερά Λαλά εγίνη η Aρετούσα.        1510
Για τούτο, οπού'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
        το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.
Eτούτ' η Aγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη,
        και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
Kαι κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει,        1515
        μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει.
K' εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν,
        κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν.


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Β' Ελληνικός αποικισμός...μετανάστες από τότε



“Αρχαϊκή Εποχή” ή “Αρχαϊκά Χρόνια” καλείται η περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας που ακολουθεί τα γεωμετρικά χρόνια και εκτείνεται ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Την περίοδο αυτή παρατηρείται μια γρήγορη πρόοδος του ελληνικού κόσμου σε όλους τους τομείς. Τα σημαντικότερα γεγονότα της περιόδου αυτής είναι ο Β` αποικισμός, οι εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και η οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων. Επίσης η ανάπτυξη της Σπάρτης και της Αθήνας, των οποίων ο ρόλος υπήρξε πρωταρχικός στη διαμόρφωση των ελληνικών πραγμάτων, στα χρόνια που ακολούθησαν.

Ο Β' ή Μεγάλος αποικισμός (8ος-6ος αιώνας π.Χ.)

Ο Β' Ελληνικός αποικισμός ακολούθησε τις εξής κατευθύνσεις:

Προς τα βόρεια και βορειανατολικά:
 
Χαλκιδική, παράλια της Θράκης, Ελλήσποντος, Προποντίδα, Βόσπορος και όλα τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Προς τον Βορρά, στη Χαλκιδική πρώτοι ίδρυσαν αποικίες οι Χαλκιδείς, με σημαντικότερη αποικία την `Ολυνθο. Η Κόρινθος ίδρυσε την Ποτίδαια. Η ξυλεία και τα μεταλλεύματα ήταν τα κυριότερα προϊόντα της Χαλκιδικής και της Θράκης, η οποία έδινε επιπρόσθετα χρυσό από την περιοχή του Παγγαίου. Οι `Ελληνες για να εκμεταλλεύονται τα “Στενά” (Ελλήσποντος, Προποντίδα, Βόσπορος), ίδρυσαν στις ακτές τους αποικίες (8ος αιώνας π.Χ.). Προηγήθηκαν η Μίλητος και Μέγαρα. Οι Μιλήσιοι αποίκησαν τις ακτές του Εύξεινου Πόντου και μονοπώλησαν το εμπόριο της περιοχής.
 
Προς τα δυτικά:
 
Κέρκυρα, ιλλυρικές ακτές, Σικελία και Κάτω Ιταλία, παράλια της σημερινής Γαλλίας και τμήμα των παραλίων της σημερινής Ισπανίας. Πυκνός ήταν ο αποικισμός της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, ώστε η περιοχή ονομάστηκε “Μεγάλη Ελλάδα”. Πολλές από τις εκεί αποικίες έγιναν μεγάλες και πλούσιες πόλεις, όπως ο Τάρας, αποικία της Πελοποννήσου, η Κύμη, αποικία των Ευβοιέων και οι Συρακούσες, αποικία των Κορινθίων στη Σικελία. Οι αποικίες αυτές έγιναν πλούσιες χάρη στη πλούσια γη και στο εμπόριο γεωργικών κυρίως προϊόντων. Στη Γαλλία οι Φωκαείς, από τη Φώκαια της Μ. Ασίας ίδρυσαν τη Μασσαλία, η οποία πλούτισε από το εμπόριο του κρασιού και του λαδιού.

MAGNΑ GRECIA δηλαδή η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ:


Η Μεγάλη Ελλάδα, τότε και τώρα....




  Τραγούδι της ξενιτειάς,από τα παλιά καί δημοφιλή στα ελληνόφωνα χωριά του Σαλέντο.


Η καληνύχτα ερμηνευμένη από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, ένα από τα πιο ιστορικά και διαδεδομένα  τραγούδια του Salento



Στα ίδια χώματα της «Μεγάλης Ελλάδας» (Magna Graecia) όπου άκμασαν οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, η «Γκρεκάνικη» παράδοση επιβιώνει στις μέρες μας σε δυο ξεχωριστές περιοχές: στην Απουλία-Σαλέντο και στην Καλαβρία, με διαφορετικές διαλέκτους, τοπικές παραδόσεις, τραγούδια, μουσικές και χορούς.

Η εκπομπή υποδέχεται ένα από τα πιο παλιά και αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα των Ελληνόφωνων του Σαλέντο, το «Arakne Mediterrannea» που διευθύνει η Ima Gianuzzi, εξαιρετική τραγουδίστρια, χορεύτρια και ερευνήτρια της μουσικοχορευτικής παράδοσης των Ελληνοφώνων. Στην παρέα προστίθενται και οι «Encardia», μια ομάδα από ταλαντούχους Έλληνες μουσικούς (Κώστας Κωσταντάτος, Βαγγέλης Παπαγεωργίου, Μιχάλης Κονταξάκης, Ναταλία Κωτσάνη και Αναστασία Δουλφή), που από το 2005 ασχολούνται αποκλειστικά με τη μουσική του ιταλικού Νότου και την προβάλουν μέσα από τη δισκογραφία και τις εμφανίσεις τους.

Παρουσιάζονται παλαιά τραγούδια στο «γκρίκο», την ελληνική διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας, καθώς και νεότερες μπαλάντες που αναφέρονται στη σύγχρονη πραγματικότητα με κορυφαίο το πρόβλημα της μετανάστευσης. Ανάμεσά τους και τα τραγούδια του Franco Corliano από το χωριό Calimera του Σαλέντο, με πιο χαρακτηριστικό το «Κλάμα της γυναίκας του εμιγκράντου», γνωστό στην Ελλάδα ως «Άντρα μου πάει».

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τελετουργικό χορό της «ταραντέλα-πίτσικα», που πήρε το όνομά της από την ελληνική αποικία του Τάραντα και συνδέεται με μιαν αρχαιότατη παράδοση, μορφή μουσικού εξορκισμού-χοροθεραπείας! Τα μέλη του συγκροτήματος «Arakne Mediterrannea» παρουσιάζουν διαφορετικές παραλλαγές του χορού, καρπό συστηματικής επιτόπιας έρευνας, ενώ συμμετέχει και μια ομάδα από χορευτές-μαθητές στα σεμινάρια της ταραντέλας που πραγματοποιούν οι «Encardia».

Προς τα νότια:

Περιοχή της Κυρηναϊκής (σημερινή Λιβύη). Στα νότια, στην Αίγυπτο, ιδρύθηκε η Ναύκρατη και δυτικότερα στην περιοχή της Κυρηναϊκής (Λιβύη) άποικοι από τη δωρική Θήρα ίδρυσαν την Κυρήνη, που πλούτισε από το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων και το αρωματικό φυτό σίλφιο.


 Η Χαλκιδική αποικίστηκε πρώτα από τους Χαλκιδείς και στη συνέχεια και από άλλες πόλεις της Νότιας Ελλάδας.
Ανάμεσα στις πόλεις που αναπτύχθηκαν ξεχώρισε η `Ολυνθος



Ο Ελλήσποντος, ή Προποντίδα και ο Βόσπορος αποικίστηκαν από νωρίς, γιατί οι `Ελληνες κατάλαβαν τη σημασία που είχαν τα “Στενά” για την επικοινωνία με τον Εύξεινο Πόντο.


Αριστερά ολκάς, δηλ. εμπορικό πλοίο. Στην πρύμνη του πλοίου εικονίζεται ο πηδαλιούχος. Δεξιά πολεμικό πλοίο. Η πλώρη καταλήγει σε μορφή αγριόχοιρου. Στο κατάστρωμα διακρίνονται οι κωπηλάτες με τα κουπιά.
520-500 π.Χ. Βρετανικό Μουσείο


Αριστερά, ολκάς, δηλ. εμπορικό πλοίο, με ανοιχτά τα πανιά. Δεξιά πολεμικό πλοίο. Η πλώρη καταλήγει σε μορφή αγριόχοιρου. Στο κατάστρωμα διακρίνεται μέλος του πληρώματος να κρατά το πανί.

Η ίδρυση μιας αποικίας στο πλαίσιο του β' ελληνικού αποικισμού:



Αποτελέσματα του αποικισμού:

Άμεσο αποτέλεσμα του Β` Αποικισμού ήταν η ανακούφιση των πόλεων της κυρίως Ελλάδας από τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Οι πολίτες με δύσκολη οικονομική κατάσταση και οι δυσαρεστημένοι από την πολιτική κατάσταση έφευγαν για τις αποικίες και έτσι οι πόλεις απαλλάχτηκαν από τις εσωτερικές ταραχές.

Η ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις των αποικιών έφερε τη μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου. Γεωργικά προϊόντα από τις αποικίες ανταλλάσσονταν με βιοτεχνικά από τη μητροπολιτική Ελλάδα ή από άλλες αποικίες, με αποτέλεσμα τη μεγάλη ανάπτυξη της βιοτεχνίας και τη χρησιμοποίηση δούλων στα βιοτεχνικά εργαστήρια.
 
Για την εξυπηρέτηση του ναυτικού εμπορίου έφτιαξαν εμπορικά πλοία με κατάστρωμα και μεγάλο αμπάρι. `Εκοψαν τα πρώτα νομίσματα και καθιέρωσαν κοινά μέτρα για τον υπολογισμό της ποσότητας και του βάρους των εμπορευμάτων.
 
Αποτέλεσμα της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του εμπορίου ήταν να δημιουργηθεί μέσα στις ελληνικές πόλεις μια νέα, οικονομικά ισχυρή τάξη πολιτών (έμποροι, βιοτέχνες, πλοιοκτήτες) που διεκδικούσαν πολιτικά δικαιώματα από τους ευγενείς και συνέβαλαν στις πολιτικές μεταβολές.
 
Οι `Ελληνες μετέδωσαν στους λαούς που ήρθαν σε επαφή το δικό τους τρόπο ζωής, τη σκέψη και τον πολιτισμό τους. Το ελληνικό αλφάβητο μεταδόθηκε από την Κύμη στους λαούς της Ιταλίας. Παράλληλα και οι `Ελληνες δέχτηκαν επιδράσεις από τους λαούς που γνώρισαν με τον αποικισμό.
 
Τέλος, οι `Ελληνες με τα μακρυνά τους ταξίδια και με τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν έγιναν τολμηροί και ανεξάρτητοι και διαποτίστηκαν με αγάπη για την ελευθερία.