Οι Λαζαρίνες της Αιανής
Σάββατο 27 Απριλίου 2013
Τετάρτη 17 Απριλίου 2013
"Ο πιο καλός ο μαθητής"
"Κουβέντες"
Λέει όχι με το κεφάλι
Μα λέει ναι με την καρδιά
Λέει ναι σε όσους αγαπάει
Λέει όχι στον καθηγητή
Είναι όρθιος
Τον ρωτούν
Και όλα τα προβλήματα έχουν δοθεί
Ξαφνικά τον πιάνουν ακατάσχετα γέλια
Και τα σβήνει όλα
Τα ψηφία και τις λέξεις
Τις ημερομηνίες και τα ονόματα
Τις φράσεις και τους γρίφους
Και παρά τις φοβέρες του καθηγητή
Κάτω από τα γιουχαΐσματα των καλών μαθητών
Με κιμωλίες όλων των χρωμάτων
Πάνω στον μαυροπίνακα της δυστυχίας
Ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας.
Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, εκδ. Καστανιώτη
"Μετρημένα καρύδια"
Γυρίζω
από το σχολείο μου κατά τις 2 το μεσημέρι. Μόλις φάω, στρώνομαι να
μελετήσω ξένη γλώσσα. Παίρνω και αγγλικά και γαλλικά. Μέχρι πέρσι
μάθαινα αγγλικά μόνο, μα από φέτος με γράψανε και στα γαλλικά. Είναι
καλύτερα να ξέρεις δύο ξένες γλώσσες παρά μία. Και ύστερα δεν πρέπει,
λέει, ν’ αφήσω στη μέση τα γαλλικά του σχολείου. Τώρα μάλιστα με την
Κοινή Αγορά…
Κι εγώ συμφωνώ με όλα αυτά, και με ακόμη περισσότερα, αλλά πώς
μπορεί να γίνει; Πηγαίνω, λοιπόν, μέρα παραμέρα στα αγγλικά και μέρα
παραμέρα στα γαλλικά. Σύνολο· μέρες έξι. Μα, δεν φτάνει να πηγαίνεις
μόνο ε κεί, πρέπει και να διαβάζεις. Να γράφεις, να μελετάς, να κάνεις
τις ασκήσεις σου. Εκτός αυτού πρέπει και να… πηγαίνεις. Να μεταβαίνεις,
εννοώ, να διαθέτεις και για τον πηγαιμό κάποιο χρόνο. Αφήνω, βέβαια, τον
ερχομό. Κάθε απόγευμα, λοιπόν, 4-5, ξένη γλώσσα.
Μετά, απο κεί, τρέχω αγκομαχώντας για το φροντιστήριο. Αυτό αρχίζει
στις 6. Πηγαίνω σ’ ένα φροντιστήριο κάπως μακρινό, που σημειώνει όμως
μεγάλες επιτυχίες. Αυτό το διάβασα κάποτε και στην εφημερίδα, σε μια
διαφήμιση, όπου δημοσιευόταν κατάλογος μαθητών του φροντιστηρίου που
είχαν πετύχει στις Ανώτατες Σχολές. Εκεί κάνω μάθημα δυο ώρες, αλλά δυο
ώρες καθημερινά· φυσική, χημεία, μαθηματικά, τέτοια. Έκθεση δεν κάνω,
θεωρούμαι καλός. Ο πατέρας μου όμως λέει ότι από του χρόνου θα με γράψει
και σε ένα άλλο φροντιστήριο, όπου διδάσκουν μόνο έκθεση, μα είναι άσοι
των άσων. Όλα τα ρητά, όλα τα γνωμικά, όλες τις παροιμίες, τις
αφηρημένες έννοιες, προλόγους, επιλόγους, και κυρίως θέμα, σε όλα εκεί
γίνεσαι ξεφτέρι. Αφήνω πια ορθογραφίες και σύνταξη, ώσπου να πεις ένα,
τα ξέρεις. Φυσικά όλο επιτυχίες έχουν κι αυτοί. Αλλά ο πατέρας μου λέει
και κάτι άλλο: Μόλις προχωρήσω στα γαλλικά, θα με γράψει και στα
γερμανικά. Τρεις γλώσσες σήμερα είναι μεγάλο εφόδιο, λέει. Και δέκα
γλώσσες είναι μεγάλο εφόδιο, αλλά πότε μαθαίνονται, σκέφτομαι εγώ.
Πάντως, αν καταλαβαίνω καλά από του χρόνου το πρόγραμμά μου θα είναι
έτσι περίπου διαμορφωμένο: Από το πρωί ως το μεσημέρι σχολείο, το
απομεσήμερο διάβασμα ξένων γλωσσών, μετά παρακολούθηση ξένων γλωσσών,
ύστερα φροντιστήριο φυσικής και μαθηματικών, κατόπι φροντιστήριο έκθεσης
και μετά κατά τις δέκα το βράδυ γυρισμός στο σπίτι για να φάω κάτι και
να κοιτάξω επιτέλους τα μαθήματα μου. Και ευτυχώς που δεν είμαι κορίτσι,
γιατί θα με είχανε γράψει και στο μπαλέτο.
Αλλά πόσο μπορεί να διαβάσει κανείς έτσι; Δυο δυόμιση ώρες το πολύ,
μετά αρχίζει το νύσταγμα. Και να κάθομαι πάνω από το βιβλίο, δεν
καταλαβαίνω τίποτε. Μα μήπως μόνο αργά το βράδυ δεν καταλαβαίνω; Πολύ
φοβούμαι ότι έχω αρχίσει να μην καταλαβαίνω και τις άλλες ώρες. Δεν
μπορώ να καταλάβω πώς τα καταφέρνουνε μερικοί συμμαθητές μου. Και στα
μαθήματα καλοί, και στον αθλητισμό στην εντέλεια. Εγώ δεν ξέρω τίποτε
άλλο παρά μόνο όσα ανάφερα, αλλά εδώ που τα λέμε, όχι καλά κι αυτά.
Μα μήπως στις ξένες γλώσσες είμαι καλός; Μισά και κολοβά κι εκεί τα
παρουσιάζω. Ούτε τις ασκήσεις όλες, ούτε τις ερωτήσεις όλες, ούτε στα
προφορικά καλός. Βαρέθηκα πια να στραβομουτσουνιάζουν οι δάσκαλοι και να
μου λεν τα υπονοούμενά τους.
Όσο για το φροντιστήριο, έχω χάσει την επαφή, δεν καταλαβαίνω τι
λένε. Αφού δεν μελετώ καθόλου, πώς να τους παρακολουθήσω; Ο καθηγητής
εκεί πολύ καλός –απέξω και ανακατωτά τα ξέρει– μου είπε μια μέρα:
«Κάθισε εδώ, κάτι θα μείνει. Κάποτε θα τα μάθεις». Στεναχωρήθηκα, αυτός ο
υπαινιγμός καθόλου δεν μου άρεσε, και μου ήρθε να του πω «Κύριε, σας
παρακαλώ, στους γονείς μου να τα πείτε αυτά, που εννοούν, να μου τα
μάθουν όλα μαζεμένα». Έχουν κάνει για μένα ένα σχέδιο και δώστου. Κι
αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο.
Στοργικοί γονείς, το αναγνωρίζω και τους αγαπάω, αλλά απορώ πώς δεν
καταλαβαίνουν ότι δεν είναι δυνατό να μάθω όλα αυτά τα πράγματα. Κι εγώ
το βλέπω ότι είναι εντελώς απαραίτητες οι ξένες γλώσσες, όχι όμως όλες
μαζί αυτή τη στιγμή, γιατί και θα κουραστώ και δεν θα μάθω.
Κι εγώ επίσης συμφωνώ ότι πρέπει να πετύχω σε μια Ανώτατη Σχολή, να
σπουδάσω κάτι. Αλλά όχι να έχω παρατήσει ουσιαστικά το σχολείο, όπου
παίρνεις μια γενική μόρφωση, από την πρώτη Λυκείου και να θεωρώ ως πρώτο
και κύριο το φροντιστήριο.
Καλοί και χρυσοί είσαστε –προπαντός χρυσοί– αλλά το σχολείο είναι
άλλο πράγμα. Δεν μπορώ να σας το πω αλλά το νιώθω. Από μικρό παιδί μ’
έβαλαν στα φροντιστήρια να σκέφτομαι πάνω σε δυο τρία πράγματα σαν
κανένας ειδικός και να αγνοώ όλα τα άλλα. Αυτή η λατρεία της επιτυχίας
μ’ αηδιάζει. Και ζηλεύω, ζηλεύω πολύ, αυτά τα παιδιά που βαδίζουν με
σιγουριά και μέτρο.
Οι δικοί μου όμως δεν παίρνουν από λόγια. Όποτε έκανα να τους τα πω,
αγρίεψαν άσχημα. Δεν ξέρεις, μου λένε, δεν ξέρεις εσύ πόσο δύσκολη είναι
η ζωή. Πρέπει να μπεις οπωσδήποτε στις Ανώτατες Σχολές· Πολυτεχνείο,
Ιατρική, Φαρμακευτική, Χημεία…
Από τώρα με πιάνει σύγκρυο, για το τι έχω να τραβήξω, όταν θα έρθει
εκείνη η ώρα. Μου έρχεται να τους πω· κι αν μπω στις Τεχνικές Σχολές,
τι πειράζει; Άσχημα ζει ο τάδε, ο τάδε και ο τάδε; Αλλά πού μπορώ να τα
πω αυτά; Η μάνα μου είναι ικανή να λυποθυμήσει. Αλίμονό μας, αν πάω σε
Τεχνική Σχολή. Οι φιλενάδες της θα μας κάνουν κοινωνικό αποκλεισμό,
ιδίως εκείνες που τα παιδιά τους μπήκαν σε Πανεπιστήμια, έστω και σε
κάτι ξένα, της κακιάς ώρας.
Βέβαια δεν ζηλεύω αυτούς που χαζεύουν μέρα νύχτα στην τηλεόραση,
στους σινεμάδες και στις βόλτες, αυτοί είναι το άλλο άκρο, μα τους
άλλους, αυτούς τους μετρημένους, τους ζηλεύω. Εγώ ούτε αθλητισμό κάνω,
ούτε γενικότερο κατατοπισμό έχω, ούτε και καμιά ψυχαγωγία προφταίνω. Έχω
σκεβρώσει «ψυχή τε και σώματι», όπως μας έλεγε ένας καθαρευουσιάνος
καθηγητής. Θέλω να προσέξω τον εαυτό μου, να βρω κάπως το δρόμο μου, και
δεν μπορώ.
Το κακό είναι πως ούτε και σ’ αυτά που ασχολούμαι είμαι καλός, για να
‘χω τουλάχιστο αποκεί μια ικανοποίηση. Στο σχολείο, είμαι βέβαιος, πως
θεωρούμαι πολύ μέτριος μαθητής και είναι σωστή η τοποθέτηση που μου
κάνουν. Τι περιμένεις από τόσο λίγο διάβασμα και μάλιστα νυσταλέο; Τα
βιβλία του σχολείου σχεδόν δεν τα ανοίγω πια. Διαβάζω μόνο «βοηθήματα»,
τυφλοσούρτες, όπως τα λένε, που σου τα ‘χουν όλα έτοιμα, μασημένα, για
να μπορέσω να προφτάσω. Τα σχολικά βιβλία θέλουν κόπο, κάποια έρευνα,
γύρισμα αποδώ κι αποκεί, ενώ με τις περιλήψεις, τις λύσεις, τις
απαντήσεις, τις μεταφράσεις, τα διαβάζεις όλα πολύ εύκολα. Θα μου πεις,
βέβαια, τι μαθαίνεις, τι ωφελείσαι; Πάντως, είσαι εντάξει κι αυτό έχει
κάποια σημασία. Μερικοί όμως καθηγητές, και μάλιστα οι καλύτεροι,
ξινίζουνε τα μούτρα τους, όταν του τα λες από βοηθήματα. Και τελικά, ενώ
τους τα είπες, σου βάζουνε μικρό βαθμό. Αυτοί θέλουνε διάβασμα,
διάβασμα από το σχολικό βιβλίο, κι αν είναι δυνατό και παραπάνω από το
σχολικό βιβλίο. Και ποιος δεν το θέλει; Όμως πώς να προφτάσω;
Αχ, πολύ βαρύς φέτος ο χρόνος. Κι εγώ νιώθω πολύ βαρύς, βαρύς και
βαριεστημένος. Θα ξενοιάσω άραγε κι εγώ, έστω για λίγο κάποτε, σαν παιδί
που είμαι;
Γιώργος Ιωάννου, "Μετρημένα καρύδια", Εφήβων και μη, εκδ.Κέδρος
"Η δυστυχία του να είσαι μαθητής..."
Τετάρτη 10 Απριλίου 2013
"Ήταν κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες". Κ.Γ.Καρυωτάκης και Μαρία Πολυδούρη
"Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες"
"Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου"
"Παιδικό"
13 τραγούδια: Λένα Πλάτωνος και Σαβίνα Γιαννάτου
Ο Κώστας Καρυωτάκης στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού: http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=17
Το ντοκυμανταίρ "Εποχές και συγγραφείς" για τον Κ.Γ.Καρυωτάκη
Η σειρά ντοκιμαντέρ «ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ» παρουσιάζει την ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ. Από πολύ νωρίς η ποιήτρια, μόλις δεκατριών χρόνων, εμπνευσμένη από αληθινό περιστατικό, γράφει το πρώτο της ποίημα «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» το 1915. Στα γυμνασιακά της χρόνια γράφει ποιήματα στα σχολικά της τετράδια και τα ονομάζει «ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ», τα οποία δε διασώθηκαν. Η συνάντησή της με τον ποιητή ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ θα αλλάξει τη ζωή της. Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς τους θα γίνει έμπνευσή της για τη δημιουργία έξοχων ποιημάτων, όπως το «ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ Σ’ΑΓΑΠΗΣΑ…». Η απογοήτευση της από το χωρισμό τους και η ασθένεια της θα την οδηγήσει σε ένα μοναχικό δωμάτιο στο νοσοκομείο «ΣΩΤΗΡΙΑ», όπου απομονωμένη θα συνεχίσει να γράφει. Εκεί θα έρθει σε επαφή με σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος όπως οι ποιητές ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ και ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ. Εκεί θα την επισκεφτεί για τελευταία φορά το 1928 ο αγαπημένος της ποιητής, ο οποίος μετά από ένα μήνα αυτοκτονεί. Η ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, χειραφετημένη γυναίκα, ερωτική και ρομαντική ποιήτρια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σημαντικότερη Ελληνίδα ποιήτρια του 20ου αιώνα. Πλούσιο κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό φωτίζει την προσωπικότητα της ποιήτριας και την εποχή στην οποία έζησε και έγραψε τα ποιήματά της.
"Εκπομπές που αγάπησα"
"Κοντά σου"
"Μόνο γιατί μ' αγάπησες" Ι
"Μόνο γιατί μ' αγάπησες" ΙΙ
"Βράδυ"
"Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για κείνον"
Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
"Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;"
Δυο ντοκυμανταίρ, δυο διαφορετικές -μα και ίδιες- σκοπιές
"Στα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου" του BBC
Μα και δυο ταινίες. Η πρώτη του 1956:
Η δεύτερη σε κινούμενα σχέδια:
Και μια διαφορετική ματιά:
Πέμπτη 4 Απριλίου 2013
Θρήνοι για την Άλωση της Πόλης
"Εσείς πουλιά πετούμενα"
"Μαρτυρικά της Αλώσεως" από το Σίμωνα Καρρά
Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα,
πιτάτε στον αέρα
χαμπέρ να πάτι στο Μοριά,
χαμπέρι στην Ελλάδα
Τούρκοι την Πόλη πήρανε,
πήραν τη Σαλονίκη
Πήραν και την Αγιά Σοφιά,
το μέγα μοναστήρι
Πόχει τριακόσια σήμαντρα...
πιτάτε στον αέρα
χαμπέρ να πάτι στο Μοριά,
χαμπέρι στην Ελλάδα
Τούρκοι την Πόλη πήρανε,
πήραν τη Σαλονίκη
Πήραν και την Αγιά Σοφιά,
το μέγα μοναστήρι
Πόχει τριακόσια σήμαντρα...
Ποντιακός θρήνος για την Άλωση
Ναϊλοί εμάς, να βάι εμάς,
οι Τούρκ’ την Πόλ’ επαίραν
επαίραν το βασιλοσκάμν’, ελάγεν αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίνε τα μοναστήρεα
κι Άι Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει δερνοκοπάται.
Μη κλαις μη κλαις Άι Γιάννε μου, και μη δερνοκοπάσαι
η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν
η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο
η Ρωμανία αν πέρασεν πάλι θα ξανανθίσει
οι Τούρκ’ την Πόλ’ επαίραν
επαίραν το βασιλοσκάμν’, ελάγεν αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίνε τα μοναστήρεα
κι Άι Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει δερνοκοπάται.
Μη κλαις μη κλαις Άι Γιάννε μου, και μη δερνοκοπάσαι
η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν
η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο
η Ρωμανία αν πέρασεν πάλι θα ξανανθίσει
"Τρία καράβια φεύγουνι" θρήνος της Θράκης
Τετάρτη 3 Απριλίου 2013
Ο Αλεξανδρινός
Ο Κ.Π.Καβάφης στο Σπουδαστήριο του Νέου Ελληνισμού: μια περιήγηση στη ζωή και το έργο του Αλεξανδρινού.
Γράφει γι' αυτόν ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης:
"Eντέλει δεν είναι υπερβολή, αν πούμε ότι ο άνθρωπος που αρχικά φιλοδόξησε να γίνει ο αναγνωρισμένος ή ο καλύτερος ποιητής της ελληνικής παροικίας στην Aλεξάνδρεια, μεταθανάτια έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς ευρωπαίους ποιητές του 20ού αιώνα".
Mίμης Σουλιώτης, K.Π. Kαβάφης: Eπίσημος, Kρυμμένος και Aτελής, "Eρμής" 1995
"Θάλασσα του πρωιού"
"Απολείπειν ο θεός Αντώνιον"
"Η πόλις" απαγγελία από το Δημήτρη Χορν
"Η πόλις" ξανά, απαγγελία από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
"Η πόλις" ξανά και ξανά, απαγγελία από την Έλλη Λαμπέτη και το Δημήτρη Χόρν
"Ένας νέος ποιητής μ' επεσκέφθηκε" γράφει ο Κ.Π.Καβάφης. "Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία, και με φαίνονταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλά σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα σε καλό ράπτη. Eίπε· "Tι φρικτό πράγμα να έχει κανείς να παλεύει να βγάζει τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου".
Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρειά η θέσις του -αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα οι μικρές μου πολυτέλειες. Για να τες αποκτήσω βγήκα απ' την φυσική μου γραμμή κι έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα, στες οποίες πρέπει να προστεθούν και οι ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται. Tί ζημιά, τί ζημιά, τί προδοσία. Eνώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Tέχνης.
Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ' έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ' ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Kαι δικαίως. Mοιάζει σαν η Tέχνη να με λέγει "Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνεις σαν έρχομαι, και να 'ρχομαι σαν θες. Eίμαι η μεγαλύτερη Kερά του κόσμου. Kαι αν με αρνήθηκες -προδότη και ταπεινέ- για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέση, αρκέσου μ' αυτά λοιπόν, (αλλά πού μπορείς ν' αρκεσθείς) και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να είσαι έτοιμος να με δεχθείς, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένεις, όπως έπρεπε να είσαι κάθε μέρα".
Δεν θέλησα να τον αφήσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρειά η θέσις του -αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα οι μικρές μου πολυτέλειες. Για να τες αποκτήσω βγήκα απ' την φυσική μου γραμμή κι έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα, στες οποίες πρέπει να προστεθούν και οι ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται. Tί ζημιά, τί ζημιά, τί προδοσία. Eνώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Tέχνης.
Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ' έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ' ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Kαι δικαίως. Mοιάζει σαν η Tέχνη να με λέγει "Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνεις σαν έρχομαι, και να 'ρχομαι σαν θες. Eίμαι η μεγαλύτερη Kερά του κόσμου. Kαι αν με αρνήθηκες -προδότη και ταπεινέ- για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέση, αρκέσου μ' αυτά λοιπόν, (αλλά πού μπορείς ν' αρκεσθείς) και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να είσαι έτοιμος να με δεχθείς, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένεις, όπως έπρεπε να είσαι κάθε μέρα".
Κ.Π.Καβάφης
ANEKΔOTA ΣHMEIΩMATA ΠOIHTIKHΣ KAI HΘIKHΣ, I΄
ANEKΔOTA ΣHMEIΩMATA ΠOIHTIKHΣ KAI HΘIKHΣ, I΄
Τρίτη 2 Απριλίου 2013
Άρης Μαραγκόπουλος: μια ανέλπιστη συνάντηση
Την προηγούμενη Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2013, είχαμε στο σχολείο μια σπάνια και ανέλπιστη συνάντηση. Κοντά μας ο συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος, μια ιδιαίτερη φωνή της πεζογραφίας, που εδώ και χρόνια διακονεί τη γραφή. Κοντά και απέναντί του όλοι εμείς, μαθητές και καθηγητές και το προσωπικό του σχολείου, που ξέκλεψε χρόνο για να τον ακούσει. Κοντά του η Γ' Γυμνασίου, που ετοιμάζεται να μας φύγει. Τον ακούμε και ταυτόχρονα τον ευγνωμονούμε. Για την ειλικρίνειά του, για το ανεπιτήδευτο και ανιδιοτελές αυτό δόσιμο, για την επιθυμία του να ανταμώσει παιδιά και παιδιά να τον ακούσουν. Τον ευγνωμονούμε προπάντων για την αξιοπρέπεια που μας θύμισε ότι ακόμα υπάρχει και ότι πρέπει να υπάρχει ως ζητούμενο όλων μας και τον αγώνα προς αυτήν -κάτι που ίσως και να το έχουμε ξεχάσει. Απέναντί του σταθήκαμε και κατάφερε να μας ενώσει, να μας κάνει όλους να νιώσουμε παιδιά και μάλιστα μαθητές, που ρουφούσαμε σαν τα σφουγγάρια τον αποφθεγματικό και καίριο λόγο του. "Η Ιστορία μάς χτυπά την πόρτα σήμερα και πάλι, την πόρτα του καθενός μας, κανείς δεν μπορεί από αυτήν να ξεφύγει", τον ακούμε να λέει.
Τον ευχαριστούμε για όλα, για την αντάμωση, για την αφύπνιση, την ενθάρρυνση, για το μεγαλείο που νιώσαμε ότι υπάρχει ακόμα στους ανθρώπους της γραφής, όταν αυτοί διαθέτουν αυτό το ψυχικό απόθεμα το απαραίτητο για να το κοινωνήσουν όλοι. Τον ευχαριστούμε για τη δύναμη που μας μετέδωσε και την ελπίδα. Για το κουράγιο. Τον ευχαριστούμε επιπλέον για τα παρακάτω, τα όσα ανήρτησε στην προσωπική του σελίδα στο fb. Ακολουθεί ο δικός του λόγος, ενθύμιο των όσων ζήσαμε. Αλλά και δώρο. Γιατί ως δώρο δεχόμαστε τα παρακάτω:
"Χτες συζητήσαμε εδώ. Και σήμερα το πρωί μια έκπληξη: Οι μαθητές του Γυμνασίου, «δασκαλεμένοι» (δηλ. άψογα προετοιμασμένοι) από τους καθητητές τους. Είμαι στο σχολείο τους. Κάμποσες δεκάδες μαθητές της τρίτης Γυμνασίου με ακούνε να μιλώ, όπως πολύ παλιά, για την Ιστορία, το μυθιστόρημα, τη ζωή μας, για την ιστορία του καθενός μας, για όλα αυτά. Με ακούνε και τους ακούω. Επειδή σημειωμένες σε χαρτάκια έχω τις ερωτήσεις τους. Ερωτήσεις που οι ενήλικες ακροατές δεν τολμούν πάντα, και δεν διατυπώνουν πάντα με αυτή την αφοπλιστική σαφήνεια και ευθύτητα. Τους διαβάζω και με διαβάζουν. Τους δείχνω και μου δείχνουν. Στο τέλος υπόσχομαι να απαντήσω όλες τους τις ερωτήσεις σε μέιλ και να το στείλω πίσω. Πριν πάω στο σχολείο φανταζόμουν ότι μπορεί να μην έχει τόσο νόημα να τους δείξω και το βίντεο που έδειξα στο «κανονικό» μου ακροατήριο χθες. Πριν πάω. Αλλά εδώ, με αυτά τα αχόρταγα μάτια, με αυτά τα σιωπηρά χείλη, με αυτά τα χέρια που χειροκροτούσαν κάθε φορά που διάβαζα την ερώτηση ενός συμμαθητή τους, γρήγορα κατάλαβα ότι το βίντεο έχει νόημα. Και το έδειξα, και το σχολίασα, και το χαρήκαμε όλοι. Αυτά είναι τα σπουδαία. Μερικοί μαθητές, μερικοί καθηγητές, μερικά παιδιά, μπορεί να σε κρατήσουν όρθιο, μπορεί να σου δώσουν ελπίδα. Ναι, εκεί που δεν το περιμένεις κι ενώ η Κύπρος αιμάσσει. Ναι, στην Πτολεμαΐδα των βαρέων και ανθυγιεινών, στην Πτολεμαΐδα του λιγνίτη και των πόντιων προσφύγων, ναι σ' αυτή την πόλη. Όχι, δεν σε πληγώνει παντού η Ελλάδα"
"Θέλω να θυμάμαι: 27.03.13. Μέσα σε όλα, και κυρίως μέσα στο έγκλημα που γίνεται στην Κύπρο, ένα ταξίδι στην Πτολεμαΐδα. Την πόλη που στοιχειώνουν (με κάθε έννοια του όρου) ο λιγνίτης, η ΔΕΗ, και οι ιστορίες των παππούδων που μετανάστευσαν εδώ μετά το '22. Η βραδιά για το «Χαστουκόδεντρο» στο αίθριο του Παλαιοντολογικού και Ιστορικού Μουσείου. Η παιδαγωγός Μάρθα Μαυρίδου ψυχή της διοργάνωσης. Ο κοινωνιολόγος Δημήτρης Λιακάκος που άνοιξε εμπρός στο κοινό διάλογο μαζί μου για το βιβλίο και λειτούργησε απίστευτα (λες και είχαμε κάνει άπειρες πρόβες, έλεγε ύστερα ο κόσμος). Η συγκίνηση που μας διαπερνούσε όλους, αρκετή ώρα αφότου τελείωσε η εκδήλωση. Η ιστορία του Τόνι και της Μπέτι, για ακόμα μια φορά, συνάντησε το πραγματικό της κοινό. Και δεν χρειάστηκαν πολλά πράγματα γι' αυτό το παράξενο δρώμενο. Μόνο λίγη πίστη σ' αυτό που είχαμε να συζητήσουμε, λίγη πίστη, ναι, όπως εκείνη που διέθεταν σε υπερβολικό βαθμό, οι ήρωες του βιβλίου.
Ευχαριστώ την ΚΕΔΕ και τον πρόεδρό της τον Χρήστο και τον διευθυντή της τον Δημήτρη, ευχαριστώ τη Μάρθα. Μια νουβέλα έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου ύστερα από τη χθεσινή εμπειρία στην πόλη. Άρης Μ.
Ευχαριστώ την ΚΕΔΕ και τον πρόεδρό της τον Χρήστο και τον διευθυντή της τον Δημήτρη, ευχαριστώ τη Μάρθα. Μια νουβέλα έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου ύστερα από τη χθεσινή εμπειρία στην πόλη. Άρης Μ.
ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
28 Μαρτίου 2013
Και τα δώρα συνεχίζονται. Μια μέρα μετά ο Άρης Μαραγκόπουλος μας στέλνει σε ηλεκτρονικό μήνυμα όλες τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις των παιδιών. Ο τρόπος που το έκανε είναι συγκινητικός, καθώς έσκυψε στην κάθε μια ερώτηση ξεχωριστά, στην κάθε παιδική ψυχή ξεχωριστά, κάνοντάς την να νιώθει πολύτιμη. Όλους όμως μας έκανε να νιώσουμε ξεχωριστοί, ακριβώς γιατί στάθηκε και άκουσε τον κάθε ένα μας, σα να ήταν -όπως και είναι- μοναδικός, κάτι που σπάνια, πολύ σπάνια, συμβαίνει. Τον ευχαριστούμε ξανά. Για την έμπνευση που μας χάρισε. Για την απλότητα και την ευγένειά του.
"Να πεις στα παιδιά ότι μου έδωσαν «το ωραίο ταξίδι». Να χαιρετήσεις εκ μέρους μου όλους τους άλλους καθηγητές, έναν προς έναν. Με συγκίνησε η συμμετοχή τους και η αγάπη τους"
Απαντήσεις στις ερωτήσεις των μαθητών του Γ' Γυμνασίου Πτολεμαΐδας
(28.03.2013)
[οι υπογραμμίσεις είναι του blogger και όχι του συγγραφέα]
[οι υπογραμμίσεις είναι του blogger και όχι του συγγραφέα]
Μέρος Α'
Σχετικά με την Ιστορία, το Χαστουκόδεντρο κ.λπ.
----------------------------------------------------------------------------------------------
1. Θοδωρής Μητρούλης, Αναστασία Νεντοπούλου, Μάρκος Λεσάι:
Ποια ήταν η αιτία και ποια η αφορμή που σας έκαναν να γράψετε αυτό το μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ;
ΑΠ.: Η αφορμή: από μικρός ήθελα να καταλάβω τις συνθήκες μέσα στις οποίες δόθηκε το περίφημο χαστούκι από μια απλή γυναίκα σε μια βασίλισσα. Μου κέντριζε την περιέργεια αυτή η πράξη για την οποία όλοι οι "μεγάλοι" μιλούσαν, άλλοι με έκπληξη, άλλοι με θυμό, άλλοι με δέος. Κάποια στιγμή (και επειδή έχω σπουδάσει Ιστορία) αισθάνθηκα ότι είχα τα εφόδια να αναζητήσω σε βάθος τα αίτια αυτής της πράξης. Αναζητώντας όμως τα αίτια αυτού του μεμονωμένου γεγονότος καταλάβαινα ότι, εξ ανάγκης, αναζητώ τα αίτια μιας ολόκληρης εποχής, το γιατί και το πώς μιας εποχής στην οποία είχα ζήσει κι εγώ, στην οποία είχα κι εγώ, όπως όλοι οι συνομίληκοί μου πολίτες, το μερίδιό μου. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η αιτία γι' αυτό το μυθιστόρημα: δεν ήθελα μόνο να γράψω για το περίφημο χαστούκι, ήθελα να γράψω (δηλαδή να καταλάβω) μια ολόκληρη εποχή, την Ελλάδα του εικοστού αιώνα.
2. Παρασκευή Πετρίδου:
Πόσο διαφορετική είναι η Ιστορία που μαθαίνουμε από την πραγματική;
ΑΠ.: Υπάρχουν τόσες Ιστορίες όσοι και ιστορικοί. Είναι φυσικό αυτό, δεν πρέπει να μας απογοητεύει. Αντικειμενική ιστορία δεν μπορεί να υπάρξει. Ένα παράδειγμα εδώ είναι χρήσιμο. Είστε σε μια στάση λεωφορείου μαζί με πολύ κόσμο και γίνεστε μάρτυρες ενός τροχαίου που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σας: Ένα αυτοκίνητο ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο και χτυπάει δύο ανθρώπους. Έρχεται η τροχαία και παίρνει καταθέσεις από όλους εσάς που είστε μάρτυρες του γεγονότος. Ε, λοιπόν, κανενός η κατάθεση δεν είναι ίδια με του διπλανού του. Ο καθένας διηγείται την ιστορία μέσα από την οπτική του, την καλλιέργειά του, την παιδεία του, τις γνώσεις του, την παρατηρητικότητά του, την κοινωνική του θέση κ.λπ. Σκεφθείτε τώρα σε ποιο βαθμό αυτό μπορεί να συμβαίνει στην "επίσημη" Ιστορία όπου, ειδικά εκεί, πολύ συχνά οι μαρτυρίες είναι φαλκιδευμένες ή φαλκιδεύονται για ιδεολογικούς, πολιτικούς ή άλλους λόγους…
Αυτό που μπορούμε να ζητάμε είναι μια όσο το δυνατόν πιο "έντιμη" Ιστορία: που θα επιτρέπει σε μας, τους απλούς αναγνώστες της, να καταλάβουμε όσο το δυνατόν περισσότερα και να σχηματίζουμε, όσο είναι δυνατόν, πιο έγκυρη γνώμη. Μια Ιστορία δηλαδή που θα "κυκλώνει" το ιστορικό γεγονός από όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές ώστε να μας δίνει πλούσιο υλικό για να το κατανοήσουμε.
3. Πασχαλίδου Άννα:
Πιστεύετε ότι το βιβλίο σας απεικονίζει την πραγματικότητα του σήμερα;
ΑΠ.: Το Χαστουκόδεντρο έχει ως θέμα του την Ιστορία της Ελλάδας ανάμεσα στο 1941 και το 1989. Ουσιαστικά πρόκειται για όλη την ιστορία μας στον εικοστό αιώνα. Διαβάζοντας την ιστορία αυτής της περιόδου καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα το σήμερα. Άμα αναζητήσω την ιστορία των γονέων σου καταλαβαίνω πολύ καλύτερα κι εσένα. Άμα προχωρήσω ως τους παππούδες σου μαθαίνω ακόμα περισσότερα. Αυτή είναι η λογική. Το μυθιστόρημα λοιπόν αυτό, σου αφηγείται, μέσα από πολλά μικρά και μεγάλα περιστατικά της περιόδου εκείνης, το πώς και το γιατί ζούσαν οι άνθρωποι όπως ζούσαν. Αν καταλάβουμε αυτό υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταλάβουμε και το πώς και γιατί ζούμε όπως ζούμε σήμερα.
4. Μπάγκα Δέσποινα, Πασχαλίδου Άννα, Παγκαλίδου Έλσα, Πολυχρονίδου Δέσποινα:
Γιατί ονομάσατε το βιβλίο σας Χαστουκόδεντρο;
Από τη μια τα χαστούκια, ως μορφές πολιτικής ανυπακοής (θα σας εξηγήσουν οι καθηγητές σας τι σημαίνει αυτό…) αλλά και ως μορφές κοινωνικής καταπίεσης παίζουν κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Από την άλλη, η ηρωίδα του βιβλίου, η Μπέτι Μπάρτλετ είναι Αγγλίδα από την Ουαλλία, δηλαδή με ρίζες που ανάγονται στους αρχαίους Κέλτες. Υπάρχει ένας μύθος εκεί, με τα δέντρα που αντιστέκονται στις δυνάμεις του Κακού κ.λπ., και ο μύθος αυτός, με μικρό "πείραγμα" από μέρους μου, μπορούσε θαυμάσια να «κολλήσει» με την ιστορία μου των χαστουκιών. Σε κάποια σελίδα του βιβλίου, προς το τέλος (σ. 367) εξηγείται επί μακρόν αυτός ο τίτλος-κλειδί για την κατανόηση του βιβλίου. Πρόκειται για ένα μυθικό δέντρο που επιτρέπει στον καθένα να αποσπάσει ως καρπό χαστούκια· χαστούκια που θα δώσει και χαστούκια που θα δεχτεί…
5. Ανδρέας Μιχαηλίδης:
Όπως η Μπέτι έριξε χαστούκι στη Φρειδερίκη… πού θα δίνατε εσείς σήμερα ένα χαστούκι;
ΑΠ.: Το χαστούκι είναι πάντα μια πράξη βίας. Οπότε, πρέπει κανείς να έχει υπόψη του ότι όταν το δίνει υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να το εισπράξει κιόλας, ως απάντηση. Το χαστούκι στο Χαστουκόδεντρο δεν έχει το νόημα της προσωπικής εκτόνωσης για την αγανάκτηση που δικαιολογημένα νιώθει κανείς απέναντι σε τόσα πράγματα που τον καταπιέζουν. Το χαστούκι για το οποίο μιλώ εγώ είναι απόρροια συλλογικής αγανάκτησης, συλλογικής ανάγκης, είναι ώριμο τέκνο της εποχής, δεν δηλώνει την προσωπική εκδίκηση, την αυτοδικία, με απλά λόγια: δεν το δίνει ποτέ ένας αλλά πολλοί.
…Και οι πολλοί για τους οποίους μιλώ εδώ είναι άνθρωποι που έχουν δεχτεί οι ίδιοι πολλά χαστούκια, όπως κάποιοι ήρωες στο βιβλίο μου, όπως π.χ. ο Αντώνης Αμπατιέλος, αλλά και όπως πολλοί από εμάς σήμερα: οι άνεργοι, οι απολυμένοι, οι συνταξιούχοι, οι χτυπημένοι χωρίς λόγο και αιτία στις διαδηλώσεις κ.λπ.
Μέρος Β'
Ερωτήσεις σχετικά με τη συγγραφή, τον συγγραφέα κ.λπ.
------------------------------------------------------------------------------------------------------
1. Μάρκος Λεσάι:
Είστε ιστορικός. Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;
ΑΠ.: Εξήγησα ότι υπάρχουν τόσες ιστορίες όσοι και ιστορικοί. Κι ακόμα, ότι είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσεις την Ιστορία περιορίζοντας την ανάγνωσή σου μόνο στα βιβλία του σχολείου ή, έστω, σ' αυτά που αποτελούν τη λεγόμενη επίσημη Ιστορία. Το μυθιστόρημα σού επιτρέπει να κατανοήσεις κάπως διαφορετικά την Ιστορία. Στο μυθιστόρημα πιο συγκεκριμένα: αντί να ψάχνεις να δεις πώς έγινε το ιστορικό γεγονός μπορείς θαυμάσια να αναζητήσεις το πώς θα μπορούσε να έχει γίνει πραγματικά το γεγονός. Το μυθιστόρημα, δηλαδή, είναι ένα απολαυστικό για τον αναγνώστη αφήγημα που ταυτόχρονα του επιτρέπει να προσεγγίσει τα γεγονότα με άλλη ματιά. Επειδή έχει κάθε ελευθερία να τα αναπροσαρμόσει όπως θέλει μέχρι να βρει την τελική εικόνα. Όπως π.χ. γίνεται με τα κομμάτια ενός παζλ, που μπορούμε να το ξεκινήσουμε από όποιο σημείο θέλουμε, μέχρι να φτάσουμε στην ολοκλήρωσή του.
2. Καραπίντζου Ευτέρπη, Ιωσήφ Κεραμιτζής, Χρήστος Καρανίκας, Κουτρούδης Απόστολος, Παναγιώτης Σαραντινέλλης, Δέσποινα Πολυχρονίδου Νεντοπούλου Αναστασία, Νίντσιου Μαρία:
Πώς πήρατε την απόφαση να ακολουθήσετε το επάγγελμα αυτό; Γράφατε (ή πήρατε την απόφαση να γράφετε) από μικρός;
ΑΠ.: Το γράψιμο δεν είναι επάγγελμα όπως όλα τα επαγγέλματα. Παρόλο που απαιτεί επαγγελματική ευσυνειδησία δηλ. ένα αίσθημα ευθύνης, όταν γράφουμε για πρόσωπα και πράγματα που έχουν να κάνουν με την πραγματική ζωή. Κι εγώ γράφω για την πραγματική ζωή. Γράφω θέλοντας να κάνω τον αναγνώστη μου να σκεφτεί. Να σκεφτεί το πώς και το γιατί ζούμε όπως ζούμε. Να τον κάνω να ενδιαφερθεί για πράγματα που ίσως αφήνει στην άκρη στην καθημερινότητά του, που δεν τους δίνει πολλή σημασία, αλλά που όμως, μας καθορίζουν. Το γράψιμο σε βοηθάει εσένα τον ίδιο να βάζεις σε μια τάξη τις σκέψεις σου, σε βοηθάει να τακτοποιείς και τις απόψεις σου για το τι είναι καλό και κακό για σένα, ηθικό και ανήθικο, σωστό ή λάθος κ.ο.κ. Κάνοντάς το όμως αυτό, κάποια στιγμή, καταλαβαίνεις ότι έχει κάποιο νόημα να το μεταδώσεις κιόλας στους άλλους. Αρχίζεις δηλαδή να γράφεις έχοντας πλήρη συνείδηση πλέον ότι δεν γράφεις μόνο για σένα (πάντα γράφεις και για σένα) αλλά και για τους άλλους, τους πιθανούς αναγνώστες σου. Συγγραφέας δεν γεννιέσαι, γίνεσαι, μέσα από μια παρόμοια λίγο πολύ διαδικασία. Συγγραφέας μπορεί να είσαι ακόμα κι αν στην καθημερινότητά σου κάνεις ένα επάγγελμα που, φαινομενικά, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το γράψιμο, π.χ. αρχιτέκτονας, π.χ. υπάλληλος σε κομμωτήριο, π.χ. ναυτικός, π.χ. λογιστής, π.χ. χειριστής εκσκαφέα κ.λπ.
Και κάτι πιο προσωπικό, που όμως, σας αφορά. Στο γυμνάσιο δεν έγραφα τις καλύτερες εκθέσεις στην τάξη. Επειδή δεν με ενέπνεαν τα θέματα. Αλλά διάβαζα περισσότερο από οποιονδήποτε στην τάξη. Άρχισα να γράφω στα είκοσί μου χρόνια.
3. Παγκαλίδου Έλσα, Μαρκιανίδης Κων/νος, Δέσποινα Μάνη, Μαρία Νίντσιου:
Τι ρόλο παίζει η συγγραφή στη ζωή σας; Άλλαξε καθόλου η ζωή σας από τότε που γίνατε συγγραφέας;
ΑΠ.: Η ζωή σου αλλάζει από τη στιγμή που, με εργαλείο τη γραφή, προσπαθείς να καταλάβεις λίγο περισσότερο τον κόσμο. Αισθάνεσαι ότι διαθέτεις ένα μικρό όπλο για να αντιμετωπίζεις τις δυσκολίες της ζωής. Ακόμα, η δυνατότητά σου να φτιάχνεις (ή να ξαναφτιάχνεις) όπως εσύ φαντάζεσαι τον κόσμο σου προσφέρει μια ψυχική ηρεμία, σου επιτρέπει να αντιμετωπίζεις πιο ψύχραιμα, πιο αποστασιοποιημένα τη ζωή σου. Όμως ο συγγραφέας δεν είναι άγιος. Ζει, παλεύει και γενικά προχωράει στη ζωή του όπως όλοι οι άνθρωποι. Ξέρω πολλούς συγγραφείς που δεν θα τους έκανα με τίποτε φίλους…! Από την άλλη, ο συγγραφέας δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) σταρ της τηλεόρασης και του σινεμά. Ο πραγματικός συγγραφέας μοιάζει με τον αναγνώστη: ζει και δουλεύει μοναχικά. Αμοιβή του είναι η ανταπόκριση κάποιων (λίγων συνήθως) αναγνωστών στη δουλειά του.
4. Πετρίδου Παρασκευή, Λούσιος Γιάννης, Παπαμιχαήλ Μαρία, Μητρούλης Θοδωρής, Παπουλίδης Παντελής, Καλαϊτσίδου Αμαλία, Νεντοπούλου Αναστασία:
Μπορεί κάποιος να ζήσει ως συγγραφέας σήμερα; Ασχολείστε με άλλη δουλειά εκτός από αυτό; Αν όχι, βγάζετε το ψωμί σας από αυτό; Ποια είναι τα μειονεκτήματα του επαγγέλματός σας; Θεωρείται δύσκολη ή πιεστική τη δουλειά σας;
ΑΠ.: Λίγοι συγγραφείς καταφέρνουν να ζήσουν αποκλειστικά από τη συγγραφή. Πολύ λίγοι στην Ελλάδα. Επειδή το αναγνωστικό κοινό είναι μικρό εδώ. Είμαστε μια μικρή χώρα και με μικρή καλλιέργεια στο διάβασμα. Δεν διαβάζει πολύς κόσμος. Όταν λοιπόν εκδίδεται εδώ ένα βιβλίο, όσο καλό και ενδιαφέρον και αν είναι, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές ανάγκες του συγγραφέα του. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι για το Χαστουκόδεντρο εγώ δαπάνησα έξι χρόνια της ζωής μου. Δηλαδή το έγραφα επί έξι χρόνια. Όσα αντίτυπα και να πουλήσει δεν θα καταφέρει ποτέ να με συντηρήσει για τον μόχθο που κατέβαλα αυτό το διάστημα. Αλλά, το επαναλαμβάνω, η συγγραφή δεν είναι επάγγελμα είναι άθλημα. Αγωνίζεσαι για τον κότινο, για την ανταμοιβή που θα πάρεις όταν ένας αναγνώστης σε συναντήσει και πει, ας πούμε: «με ενδιέφερε πολύ εκείνο το σημείο που λέτε ότι…»
Επομένως ο συγγραφέας προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανός κάνοντας κάποια παράλληλη δουλειά που θα του επιτρέπει να εξασφαλίζει και τον απαραίτητο χρόνο για την έρευνά του, για τα διαβάσματά του, για το γράψιμό του. Δεν είναι εύκολο να είσαι συγγραφέας. Αλλά σε κρατά όρθιο σε αυτή τη δουλειά η απόλαυση της δημιουργίας (να φτιάχνεις τους χαρακτήρες σου, την πλοκή σου, την ιστορία σου, να δημιουργείς ένα σύμπαν κ.λπ.) και η πίστη ότι αυτό που κάνεις αξίζει τον κόπο, ακόμα κι αν το διαβάσουν μονάχα δέκα άνθρωποι και πούνε: «α, κάτι λέει…»!
5. Καραπίντζου Ευτέρπη, Ανατολή Π. Ματθαίου Δέσποινα, Μάνη Δέσποινα, Μητρούλης Θοδωρής, Παπά Τάνια:
Ταυτίζεται η ζωή σας με τη ζωή των ηρώων του μυθιστορήματός σας; Στα βιβλία σας βάλατε (στιγμιότυπα, μαθήματα) από τη δική σας ζωή; Θα θέλατε να αλλάξετε κάτι στο βιβλίο σας ή στη ζωή σας;
ΑΠ.: Είτε μας αρέσει είτε όχι, όταν γράφουμε περνάμε ένα κομμάτι του εαυτού μας στο βιβλίο. Ακόμα κι όταν γράφουμε επιστημονική φαντασία, ακόμα κι όταν γράφουμε για περασμένες εποχές. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια στη συγγραφή. Η άλλη μισή έχει να κάνει με τη δυνατότητα του συγγραφέα να «ξεκολλάει» από τα βιώματά του, να βλέπει ως τρίτος (όσο αυτό είναι δυνατόν) αυτό που περιγράφει. Όλη η μεγάλη λογοτεχνία, από τον Κάφκα και τον Ντοστογιέβσκι έως τον Χένρι Τζέιμς και τον Nαμπόκοφ, από τον Παπαδιαμάντη και τον Ροΐδη έως τον Στρατή Τσίρκα και τον Άρη Αλεξάνδρου, είναι στο μεγαλύτερο μέρος της βιωματική, δηλαδή έχει να κάνει με τα βιώματα αυτών των συγγραφέων. Αλλά δεν είναι τα βιώματά τους που κάνουν σημαντική αυτή τη λογοτεχνία. Αυτό που την καθιστά σημαντική είναι ο τρόπος που επινόησαν αυτοί οι συγγραφείς να μιλήσουν για πράγματα που γνωρίζουν, που ένιωσαν, που πόνεσαν, που τους έκαιγαν.
Στη λογοτεχνία δεν έχει σημασία το τι λέγεται και περιγράφεται, σημασία έχει πάντα, μα πάντα, το πώς λέγεται κάτι και περιγράφεται. Για δέστε και την ετυμολογία της λέξης: λογοτεχνία = τέχνη του λόγου. Η τέχνη να αφηγείσαι μια ιστορία πειστικά, απολαυστικά, αυτό κάνει τη λογοτεχνία, όχι η ιστορία που διηγείσαι, όσο αληθινή, βιωματική κ.λπ. είναι αυτή.
Τώρα, ως προς την ωραία ερώτηση «αν θα ήθελα να αλλάξω κάτι στη ζωή μου ή στο βιβλίο μου»… η απάντηση είναι όχι. Προς το παρόν, τουλάχιστον, αρκούμαι στο πώς έχουν "γραφεί" και τα δύο!
6. Κουσίδου Κων/να, Γιώργος Κουστουλίδης:
Θέλετε να περάσετε κάποιο μήνυμα μέσα από τα βιβλία σας; Τα βιβλία σας έχουν απήχηση στον κόσμο;
Κάποιοι άνθρωποι έχουμε πάντα μια "μανία": να δούμε τον κόσμο καλύτερο, δικαιότερο, με αλληλοσεβασμό στα δικαιώματά μας και αλληλεγγύη στις δύσκολες στιγμές. Για να το θελήσουν αυτό περισσότεροι άνθρωποι χρειάζεται προσπάθεια από όλους με κάθε τρόπο. Τα βιβλία βοηθάνε σ' αυτό. Γράφουμε επειδή πιστεύουμε, κάπου βαθιά στην ψυχή μας, ότι μπορεί να βοηθάμε στην κατανόηση της ζωής με την προοπτική ενός καλύτερου κόσμου, για σας, για τα παιδιά μας. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα. Από εκεί και πέρα ο κάθε αναγνώστης ανακαλύπτει, ανάλογα με την παιδεία, την καλλιέργειά του κ.λπ. τα δικά του "μηνύματα".
Η απήχηση ενός βιβλίου εξαρτάται από ένα μόνο πράγμα: αν «μιλάει» όπως λέμε, στην καρδιά και στη σκέψη των αναγνωστών του. Αλλά πολύ συχνά, όπως μας διδάσκει η Ιστορία της Λογοτεχνίας, ένα βιβλίο δεν βρίσκει την απήχηση που θα περίμενε ο δημιουργός του. Όταν πρωτοεκδόθηκε π.χ. η Στροφή, του Γιώργου Σεφέρη, δεν αγοράστηκε σχεδόν από κανένα, πέρα από ένα μικρό κύκλο φίλων του. Όταν πρωτοεκδόθηκε το Τρίτο Στεφάνι, του Κώστα Ταχτσή, συνέβη κάτι αντίστοιχο. Ο χρόνος όμως δούλεψε υπέρ αυτών των συγγραφέων και το έργο τους, στο τέλος, "νίκησε", δηλαδή καταξιώθηκε στη συνείδηση νεότερων αναγνωστών. Η απήχηση ποτέ δεν έχει να κάνει με τις πωλήσεις ενός βιβλίου στην εποχή του. Έχει να κάνει πάντα, μα πάντα, με την αντοχή του στον χρόνο.
7. Μαρία Παπαμιχαήλ, Παναγιώτης Κωνσταντίνου, Μάγδα Ζώρου:
Χαστουκόδεντρο και Κινηματογράφος. Χαστουκόδεντρο και φωτογραφία. Ποια η σχέση; Σας ενδιαφέρει η φωτογραφία;
Το Χαστουκόδεντρο έχει γραφεί σε μορφή που με κάνει να το ονομάζω εγώ ο ίδιος ντοκιμαντέρ. Επειδή περιέχει στοιχεία από εφημερίδες της εποχής κ.λπ. και επειδή έχει μια ψύχραιμη ματιά απέναντι στα γεγονότα. Όποιος το διαβάσει αντιλαμβάνεται επίσης ότι διαθέτει μια κινηματογραφική γραφή. Και αρκετοί αναγνώστες μού υπογραμμίζουν το γεγονός ότι θα μπορούσε να «σταθεί» και ως ταινία. Μπορεί, δεν ξέρω, μπορεί. Πάντως η εποχή που περιγράφει είναι πολύ "κινηματογραφική" και ως τέτοια προσπάθησα να την αποδώσω.
Ως προς τη φωτογραφία τώρα. Με ενδιαφέρει η φωτογραφία και γι' αυτό άλλωστε έχω επιμεληθεί φωτογραφικά λευκώματα. Με ενδιαφέρει πολύ η φωτογραφία που το θέμα της είναι σχετικό με την Ιστορία. Σε μια εικόνα, αν είσαι προσεκτικός παρατητητής, μπορείς να «διαβάσεις» πράγματα που δεν θα δεις πάντα στα βιβλία. Οι φωτογραφίες είναι σιωπηλοί μάρτυρες της Ιστορίας – και το βρίσκω πολύ χρήσιμο να τους «ανακρίνει» κανείς.
ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)