"Καλοκαίρι στο κεφάλι" της Φωτεινής Φραγκούλη
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο που ο χειμώνας φτάνει γρήγορα και ξεχνά να φύγει, ζούσε ένα αγόρι στην άκρη της μικρής πόλης. Μικρό ήταν και το αγόρι. Ο Χαράλαμπος. Έτσι τον έλεγαν. Και δεν τον φώναζε κανείς ούτε Χάρη ούτε Λάμπη. Μόνο Χαράλαμπο και Χαραλάμπη. Το όνομά του, το ταίριαξε με τη ζωή του, τα γενέθλιά του που ήταν κατακαλόκαιρο και έλαμπαν όλα, ο ήλιος, τα γενέθλια, το όνομά του.
Πολλά αγαπούσε ο μικρός Χαράλαμπος. Να τα πούμε όλα; Όχι. Ας πούμε όμως λίγα:
Αγαπούσε τους γονείς του, την αδελφούλα του, τη γιαγιά του, την τρίχρωμη μπάλα του, τις ξύλινες μπογιές του, τα πουλιά, το καρπούζι και τη μυρωδιά του. Τις κερασιές ανθισμένες, και τα κεράσια πολύ και το καλοκαίρι ακόμα περισσότερο.
Αλλά κι αυτό το καλοκαίρι, μαύρα μάτια κάνανε να το δούνε και ο μικρός μας φίλος έβλεπε τα σύννεφα να κατεβαίνουν χαμηλά, να σκοτεινιάζει ο τόπος, να φέρνουν βροχές και χιόνι που έκλεινε την πόρτα τους και έλεγε συνέχεια:
“Μαμά, πότε θα 'ρθει το καλοκαίρι;”
“Το καλοκαίρι πότε θα 'ρθει, μπαμπά;”
“Αργεί ακόμα το καλοκαίρι, γιαγιάκα;”
Και όσο έλεγε τη λέξη που αγαπούσε τόσο ζεσταινόταν η καρδιά του, γιατί τα χέρια του ήταν πάντα κρύα και το βράδυ τα δυο αδερφάκια κοιμόταν με τις κάλτσες τους, αφού το σπίτι δεν ζεσταινόταν, όσα ξύλα και αν έριχναν στη σόμπα τους.
Έλεγε η μαμά του: “Αχ βρε Χαραλάμπη, άλλα παιδιά τρελαίνονται για χιόνι, εσύ γιατί δεν το αγαπάς;”
“Το αγαπώ λίγο, λίγο το αγαπώ, απαντούσε. Και συνέχεια ζωγράφιζε, ζωγράφιζε ήλιους και ήλιους, καρπούζια και καρπούζια και γλάστρες με βασιλικό και τη θάλασσα που ήταν μακριά τους, που ήταν όμορφη και πλατιά και μεγάλη.
“Μπράβο Χαραλάμπη μου, ζωγράφε μου εσύ!”, έλεγε η γιαγιά του που τον αγαπούσε και τον καταλάβαινε. “Μπράβο, το μυαλό, να ξέρεις, είναι καλή αποθήκη. Φύλαγε τον ήλιο σου και το καλοκαίρι σου εκεί. Ό,τι αγαπάς μπορεί να αργεί, αλλά έρχεται.
Ο μικρός Χαράλαμπος πήγαινε στο παράθυρο και έλεγε στα σύννεφα, στην αρχή με καλό τρόπο:
“Φύγετε παρακαλώ, μπορείτε να φύγετε να δω τον ήλιο;”. Πολλές φορές το έλεγε. Πολλές. Και μετά θύμωνε: “Θα φύγετε επιτέλους; Θα φύγετε πια;” Και ακόμα πιο θυμωμένος: “ Ξουτ, ξουτ από δω”.
Μια μέρα ένας κότσυφας πήγε στο παράθυρό του και του πρότεινε τραγουδιστά:
“Τσίιιρ, τσίιιρ, τσιρ τσιρ, βρε Χαραλάμπη, βάλε βρε ένα ψάθινο καπέλο, κίτρινο, σαν τη μύτη μου κίτρινο, να ξεγελάσεις τα σύννεφα, να φέρεις καλοκαίρι.
Και ο μικρός μας φίλος μια και δυο πήρε τα λιγοστά χρήματα που μάζεψε από τα κάλαντα, έβαλε γάντια, σκουφί και κασκόλ και πήγε στο κέντρο της πόλης.
-Ένα ψάθινο καπέλο για τον ήλιο. Κίτρινο παρακαλώ!
Ο έμπορος τον κοίταξε αυστηρά και του είπε:
-Πέρνα σε τέσσερις, πέντε μήνες, παιδί μου.
Πάει σε άλλο μαγαζί.
-Ένα ψάθινο καπέλο για τον ήλιο. Κίτρινο παρακαλώ!
-Δεν έχουμε αγόρι μου τέτοια εποχή ψάθινα καπέλα. Μπα σε καλό σου!
Στο τρίτο μαγαζί ο κύριος έμπορος τον κοίταξε προσεχτικά στα μάτια και του είπε:
-Καλά, περίμενε. Θα σου φέρω από το πατάρι.
-Φτάνουν τα λεφτά να πάρω και της μικρής μου αδερφής;
-Φτάνουν. Πόσο μικρή είναι;
-Δε ζωγραφίζει ακόμα, είπε ο Χαράλαμπος.
Ο κύριος έμπορος ανέβηκε και σε λίγο του έφερε ένα κίτρινο ψάθινο καπέλο, κίτρινο σαν τον ήλιο και τη μύτη του κότσυφα. Και ένα μικρό, άσπρο, με κόκκινη κορδέλα και δυο κερασάκια κόκκινα κολλημένα πάνω της.
-Αχ ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ, έλεγε ο Χαραλάμπης, χοροπηδούσε και έλαμπε από χαρά.
Πήγε να βγάλει το σκουφί, για να φορέσει το ψάθινο καπέλο.
-Άστο, του λέει ο κύριος έμπορος, φόρα το σκουφί σου και βάλε το ψάθινο καπέλο από πάνω. Έχει ψοφόκρυο, μην αρρωστήσεις και σε βρει το καλοκαίρι συναχωμένο.
-Μα το καλοκαίρι θα 'ρθει τώρα, τώρα! Μόλις βάλω το ψάθινο καπέλο!
-Ε καλά, μα εσύ, μέχρι να 'ρθει, φόρα το σκούφο σου.
-Εντάξει, είπε ο Χαράλαμπος στον καλό κύριο.
Μέχρι να φτάσει στο φτωχικό του σπίτι, οι νιφάδες του χιονιού άρχισαν πάλι το μονότονο χορό τους. Όταν άνοιξε την πόρτα τους και μπήκε, ο ήλιος μπήκε στο σπίτι τους, το όμορφο πρόσωπό του, με το κίτρινο ψάθινο καπέλο πάνω από το σκουφί. Και τα μαγουλάκια του κατακόκκινα από το κρύο, σαν μεγάλα κεράσια δυο.
“Καλώς το καλοκαίρι μου, είπε η μανούλα του, που τον αγκάλιασε και τον φίλησε χαμογελώντας. Και η γιαγιά του, είδε το παράπονό του και τα μάτια του τα βουρκωμένα, τον πήρε στην άκρη και του ψιθύρισε στο αφτί.: “ Μη στεναχωριέσαι, Χαραλάμπη μου, η σκέψη είναι ο πιο καλός τόπος να φυλάξεις τα πολύτιμα που αγαπάς. Κράτα το καλοκαίρι στο κεφάλι”.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μόλυβο της Μυτιλήνης. Σπούδασε ψυχολογία και παιδαγωγικά. Εργάζεται στην Αθήνα ως δασκάλα στη δημόσια εκπαίδευση. Έργα της: "Το χωραφάκι της αγάπης", Γνώση, 1990, "Η Κυράνη του δάσους", Αλεξάνδρεια, 1993, "Η Πορφυρένια και το μαντολίνο της", Αλεξάνδρεια, 1995, "Το μισό πιθάρι", Ελληνικά Γράμματα, 2000, "Το ταίρι της αταίριαστης", Ελληνικά Γράμματα, 2003, "Οι άγγελοι των κοχυλιών", Ελληνικά Γράμματα, 2003, "Το τραγούδι της Περσεφόνης", Ελληνικά Γράμματα, 2005, "Εφτά ορφανά μολύβια... εφτά ιστορίες", Ελληνικά Γράμματα, 2008 (βραβείο εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου περιοδικού "Διαβάζω", 2009)., "Κατ-γατ-καραγάτ", Εκδόσεις Πατάκη, 2011.